Πρόσωπο με πρόσωπο με την κατάθλιψη
«Δεν αντέχω άλλο την κατάθλιψή του. Σκέφτομαι να πάρω τα παιδιά και να φύγω από το σπίτι, γιατί αλλιώς θα τρελαθώ εγώ». Με τα λόγια αυτά περιγράφει μια σαραντάχρονη σύζυγος το προσωπικό και οικογενειακό δράμα που ζει τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας των προβλημάτων του σαρανταπεντάχρονου συζύγου της. Και συνεχίζει: «όλα άρχισαν πριν από έξι μήνες. Το μαγαζί δεν πήγαινε καλά, η μάνα του χειρουργήθηκε από καρκίνο στο έντερο…άρχισε να αλλάζει. Δε μιλούσε σε κανέναν, κάπνιζε πολύ και άρχισε να πίνει. Μου ήρθε δυο-τρεις φορές πιωμένος στο σπίτι και χτύπησε τα παιδιά. Μετά έβαλε τα κλάματα και ζήταγε συγγνώμη. Λέει ότι δεν είναι καλά, κλαίει συχνά. Το βράδυ στριφογυρίζει στο κρεβάτι μας και το πρωί ξυπνά από τα μαύρα χαράματα. Δεν έχει ενδιαφέρον ούτε για το ντύσιμό του, ούτε για τη δουλειά, ούτε για τα παιδιά. Φοβάμαι! Βλέπω έναν άνθρωπο να σέρνεται, να δυσκολεύεται να κάνει το οτιδήποτε. Δεν είναι αυτός ο άντρας μου. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του. Το έχω ξαναζήσει αυτό με μια φίλη μου και ξέρω πως είναι κατάθλιψη. Του είπα να πάμε σε ένα γιατρό, όμως μου απάντησε ότι δεν είναι τρελός».
Όσα περιγράφει αυτή η κυρία, αποτελούν ένα τυπικό δείγμα της κλινικής εικόνας της μείζονος κατάθλιψης των ενηλίκων και του τεράστιου συναισθηματικού φορτίου που επωμίζονται τόσο οι πάσχοντες όσο και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η σχεδόν μόνιμη καταθλιπτική διάθεση, η απώλεια ενδιαφερόντων για συνήθεις ως τώρα ασχολίες, η ευερεθιστότητα ή/και η ευσυγκινησία, οι σοβαρές διαταραχές στον ύπνο, στην όρεξη, στη σεξουαλική διάθεση, τα επίμονα και ανεξήγητα σωματικά ενοχλήματα ( κεφαλαλγίες, πόνοι στη μέση, εντερικά προβλήματα…), η δυσκολία στη συγκέντρωση και στη λήψη αποφάσεων, το μόνιμο αίσθημα κόπωσης, οι ενοχές και οι ευχές θανάτου ή σκέψεις αυτοκτονίας, συγκροτούν την εικόνα ενός καταθλιπτικού συνδρόμου.
Το σύνδρομο αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την περιστασιακή καταθλιπτική διάθεση που μπορεί να χαρακτηρίζει οποιονδήποτε άνθρωπο σε μια στιγμή της ζωής του και θεωρείται μια φυσιολογική κατάσταση .
Συχνά οι πάσχοντες ρωτούν για την αιτία της κατάθλιψης. Η απάντηση δεν είναι απλή. Ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος, για να αποδοθούν οι εκδηλώσεις του μεμονωμένα στα γονίδια ή σε νευροχημικές διαταραχές του εγκεφάλου ή…στην οικονομική κρίση. Ένας συνδυασμός βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο για κάθε άνθρωπο, είναι υπεύθυνος για την ανθρώπινη συμπεριφορά .
Είναι επικίνδυνη η κατάθλιψη; Δεν είναι επικίνδυνη, αν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά. Στην αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες τόσο για τον πάσχοντα όσο και για το περιβάλλον του μπορεί να είναι πολλές και επώδυνες: αίσθημα υποκειμενικής δυσφορίας, λειτουργική έκπτωση (απώλεια εργασίας, αποτυχία στις σπουδές, παραμέληση των παιδιών, διαπροσωπικές δυσκολίες, διαζύγιο), αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και αυτοκτονία.
Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης απαιτεί τη συνεργασία του πάσχοντος με έναν σωστά εκπαιδευμένο ειδικό, ο οποίος θα πρέπει να αναγνωρίσει το πρόβλημα, να αναζητήσει πιθανούς αιτιολογικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία του και να συστήσει τρόπους αντιμετώπισής του.
Πολλοί ρωτούν κατά πόσον τα φάρμακα αποτελούν μονόδρομο στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Η θεραπευτική μέθοδος που επιλέγει ο ειδικός, εξατομικεύεται ανάλογα με τη βαρύτητα της διαταραχής, τα συμπτώματα του ασθενούς, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και βεβαίως τις προτιμήσεις του ασθενούς.
Θα έλεγα ότι σε βαριές περιπτώσεις κατάθλιψης όπου κυριαρχούν οι σοβαρές διαταραχές του ύπνου, της όρεξης, η αναστολή της βούλησης και της κινητικότητας καθώς και ο αυτοκτονικός ιδεασμός, η φαρμακοθεραπεία με τη χρήση κυρίως αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, θα πρέπει να αποτελεί την πρώτη θεραπευτική επιλογή.
Σε μέτριας ή ήπιας βαρύτητας περιπτώσεις κατάθλιψης, θα πρότεινα μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, η γνωστική–συμπεριφορική θεραπεία και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία, είναι οι πιο γνωστές ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν με επιτυχία στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η επιλογή της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου είναι συχνά ένα δύσκολο πρόβλημα για τον ασθενή. Κατά τη γνώμη μου ο ειδικός θα πρέπει να είναι ενήμερος για τις γενικές αρχές της κάθε ψυχοθεραπευτικής μεθόδου και να προτείνει στον ασθενή αυτή που ταιριάζει περισσότερο στα ατομικά χαρακτηριστικά του.
«Δεν αντέχω άλλο την κατάθλιψή του. Σκέφτομαι να πάρω τα παιδιά και να φύγω από το σπίτι, γιατί αλλιώς θα τρελαθώ εγώ». Με τα λόγια αυτά περιγράφει μια σαραντάχρονη σύζυγος το προσωπικό και οικογενειακό δράμα που ζει τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας των προβλημάτων του σαρανταπεντάχρονου συζύγου της. Και συνεχίζει: «όλα άρχισαν πριν από έξι μήνες. Το μαγαζί δεν πήγαινε καλά, η μάνα του χειρουργήθηκε από καρκίνο στο έντερο…άρχισε να αλλάζει. Δε μιλούσε σε κανέναν, κάπνιζε πολύ και άρχισε να πίνει. Μου ήρθε δυο-τρεις φορές πιωμένος στο σπίτι και χτύπησε τα παιδιά. Μετά έβαλε τα κλάματα και ζήταγε συγγνώμη. Λέει ότι δεν είναι καλά, κλαίει συχνά. Το βράδυ στριφογυρίζει στο κρεβάτι μας και το πρωί ξυπνά από τα μαύρα χαράματα. Δεν έχει ενδιαφέρον ούτε για το ντύσιμό του, ούτε για τη δουλειά, ούτε για τα παιδιά. Φοβάμαι! Βλέπω έναν άνθρωπο να σέρνεται, να δυσκολεύεται να κάνει το οτιδήποτε. Δεν είναι αυτός ο άντρας μου. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του. Το έχω ξαναζήσει αυτό με μια φίλη μου και ξέρω πως είναι κατάθλιψη. Του είπα να πάμε σε ένα γιατρό, όμως μου απάντησε ότι δεν είναι τρελός».
Όσα περιγράφει αυτή η κυρία, αποτελούν ένα τυπικό δείγμα της κλινικής εικόνας της μείζονος κατάθλιψης των ενηλίκων και του τεράστιου συναισθηματικού φορτίου που επωμίζονται τόσο οι πάσχοντες όσο και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η σχεδόν μόνιμη καταθλιπτική διάθεση, η απώλεια ενδιαφερόντων για συνήθεις ως τώρα ασχολίες, η ευερεθιστότητα ή/και η ευσυγκινησία, οι σοβαρές διαταραχές στον ύπνο, στην όρεξη, στη σεξουαλική διάθεση, τα επίμονα και ανεξήγητα σωματικά ενοχλήματα ( κεφαλαλγίες, πόνοι στη μέση, εντερικά προβλήματα…), η δυσκολία στη συγκέντρωση και στη λήψη αποφάσεων, το μόνιμο αίσθημα κόπωσης, οι ενοχές και οι ευχές θανάτου ή σκέψεις αυτοκτονίας, συγκροτούν την εικόνα ενός καταθλιπτικού συνδρόμου.
Το σύνδρομο αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την περιστασιακή καταθλιπτική διάθεση που μπορεί να χαρακτηρίζει οποιονδήποτε άνθρωπο σε μια στιγμή της ζωής του και θεωρείται μια φυσιολογική κατάσταση .
Συχνά οι πάσχοντες ρωτούν για την αιτία της κατάθλιψης. Η απάντηση δεν είναι απλή. Ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος, για να αποδοθούν οι εκδηλώσεις του μεμονωμένα στα γονίδια ή σε νευροχημικές διαταραχές του εγκεφάλου ή…στην οικονομική κρίση. Ένας συνδυασμός βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο για κάθε άνθρωπο, είναι υπεύθυνος για την ανθρώπινη συμπεριφορά .
Είναι επικίνδυνη η κατάθλιψη; Δεν είναι επικίνδυνη, αν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά. Στην αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες τόσο για τον πάσχοντα όσο και για το περιβάλλον του μπορεί να είναι πολλές και επώδυνες: αίσθημα υποκειμενικής δυσφορίας, λειτουργική έκπτωση (απώλεια εργασίας, αποτυχία στις σπουδές, παραμέληση των παιδιών, διαπροσωπικές δυσκολίες, διαζύγιο), αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και αυτοκτονία.
Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης απαιτεί τη συνεργασία του πάσχοντος με έναν σωστά εκπαιδευμένο ειδικό, ο οποίος θα πρέπει να αναγνωρίσει το πρόβλημα, να αναζητήσει πιθανούς αιτιολογικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία του και να συστήσει τρόπους αντιμετώπισής του.
Πολλοί ρωτούν κατά πόσον τα φάρμακα αποτελούν μονόδρομο στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Η θεραπευτική μέθοδος που επιλέγει ο ειδικός, εξατομικεύεται ανάλογα με τη βαρύτητα της διαταραχής, τα συμπτώματα του ασθενούς, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και βεβαίως τις προτιμήσεις του ασθενούς.
Θα έλεγα ότι σε βαριές περιπτώσεις κατάθλιψης όπου κυριαρχούν οι σοβαρές διαταραχές του ύπνου, της όρεξης, η αναστολή της βούλησης και της κινητικότητας καθώς και ο αυτοκτονικός ιδεασμός, η φαρμακοθεραπεία με τη χρήση κυρίως αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, θα πρέπει να αποτελεί την πρώτη θεραπευτική επιλογή.
Σε μέτριας ή ήπιας βαρύτητας περιπτώσεις κατάθλιψης, θα πρότεινα μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, η γνωστική–συμπεριφορική θεραπεία και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία, είναι οι πιο γνωστές ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν με επιτυχία στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η επιλογή της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου είναι συχνά ένα δύσκολο πρόβλημα για τον ασθενή. Κατά τη γνώμη μου ο ειδικός θα πρέπει να είναι ενήμερος για τις γενικές αρχές της κάθε ψυχοθεραπευτικής μεθόδου και να προτείνει στον ασθενή αυτή που ταιριάζει περισσότερο στα ατομικά χαρακτηριστικά του.
Γκορίνης Ανδρέας, Ψυχίατρος