31.7.10

Από μικρά καρφωμένα μπροστά στην ΤV

Πηγή: http://ygeia.tanea.gr/default.asp?pid=8&ct=1&articleID=10167&la=1

Δημοσίευση: 22-7-2010, 07 Τελευταία ανανέωση: 22-7-2010, 10:50
Επιμέλεια: Ρούλα Τσουλέα

Δύο στα δέκα νήπια ηλικίας μόλις 2 ετών περνούν περισσότερο από δύο ώρες κάθε μέρα καρφωμένα μπροστά στην τηλεόραση, σύμφωνα με μία νέα μελέτη στην οποία συμμετείχαν οι μητέρες χιλιάδων νηπίων από το Ορεγκον.

Οι ερευνητές από το Κέντρα Ελέγχου & Πρόληψης των Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ που πραγματοποίησαν τη μελέτη εκτιμούν ότι αυτό ισχύει για όλα τα νήπια της Δύσης, δεδομένου ότι πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει πως η τηλεόραση συχνά πυκνά επιτελεί ρόλο... νταντάς.

Οι ειδικοί προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ομαλή νοητική ανάπτυξη του παιδιού, καθώς και να αυξήσει τις πιθανότητες να γίνει παχύσαρκο.

Επιπλέον όταν τα νήπια και τα μικρά παιδιά βλέπουν ό,τι τύχει, υπάρχει κίνδυνος να υιοθετήσουν επικίνδυνες συμπεριφορές και να αποκτήσουν κακές συνήθειες- λ.χ. σε ζητήματα διατροφής. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά να βλέπουν τα παιδιά το πολύ δύο ώρες «ποιοτικής τηλεόρασης» την ημέρα και οι γονείς να διαλέγουν τα προγράμματα.

Ωστόσο, «η νέα μελέτη επιβεβαιώνει αυτό που πολλοί παιδίατροι φοβόντουσαν» λέει η δρ Γκουέν Γουρμ, επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τα παιδάκια που είχαν τηλεόραση στο δωμάτιό τους έβλεπαν ακόμα περισσότερο - και μάλιστα ανεξέλεγκτα...

Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία

Η μητρική αγάπη «φτιάχνει» ήρεμους και δυναμικούς ενήλικες

Πηγή:http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=33&artId=345558&dt=27/07/2010

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010 [ 11:11 ]
Όσο παιδιά μεγαλώνουν μέσα στις εκδηλώσεις αγάπης και τρυφερότητας της μητέρας τους, απολαμβάνοντας συχνές αγκαλιές, φιλιά και ζεστά λόγια, είναι λιγότερο πιθανό να έχουν άγχος και έλλειψη αυτοπεποίθησης αργότερα στην ενήλικη ζωή τους και πιο πιθανό είναι να αναπτύξουν μια αποτελεσματική κοινωνική ζωή, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, υπό την Τζοάνα Μασέλκο, σε εργασία που παρουσίασαν στο «Journal of Epidemiology and Community Health» (Περιοδικό Επιδημιολογίας και Υγείας της Κοινότητας), σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το BBC, βασίστηκαν σε μια παλαιά έρευνά τους, στη δεκαετία του ΄60, που είχε μελετήσει τη συναισθηματική αλληλεπίδραση άνω των 1.000 ζευγών μητέρων-οκτάμηνων νηπίων. Οι ίδιοι επιστήμονες, μετά από 34 χρόνια, αναζήτησαν και βρήκαν περισσότερα από τα μισά εκείνα παιδιά (περίπου 500), που είναι ενήλικες πια, και αξιολόγησαν ποια ήταν η επίδραση που είχε στην κατοπινή ζωή τους η περισσότερη ή λιγότερη μητρική αγάπη της νηπιακής ηλικίας τους.
Μέχρι τώρα, οι ψυχολόγοι πίστευαν ότι οι στενοί δεσμοί αγάπης μητέρας-νηπίου κάνουν τα παιδιά -και αργότερα τους ενήλικες- πιο ανθεκτικούς στις δυσκολίες της μετέπειτα ζωής, όμως οι έρευνές τους είχαν βασιστεί κυρίως σε αναμνήσεις, καλές ή κακές, και συνεπώς ήσαν πιθανώς προκατειλημμένες σε ένα βαθμό. Αυτή τη φορά όμως, οι επιστήμονες συνέδεσαν την τότε έρευνά τους με μια νέα σύγχρονη έρευνα, αποκτώντας μια πιο αντικειμενική αξιολόγηση για τη σχέση μητέρας-παιδιού.
Το κεντρικό συμπέρασμα ήταν ότι το υψηλό επίπεδο στοργής και τρυφερότητας που είχαν δείξει οι μητέρες στα οκτάμηνά νήπιά τους, σχετίζεται με λιγότερα συμπτώματα στρες στα ενήλικα πια παιδιά τους, μετά από 30 χρόνια. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των μητέρων και των
παιδιών, αν είναι δηλαδή πλούσια ή φτωχά. Ακόμα και αν μεσολάβησε ενδο-οικογενειακή σύγκρουση στο μεταξύ, η προστατευτική επίδραση της μητρικής αγάπης στην ψυχική κατάσταση του παιδιού (ενήλικα πια) δεν φαίνεται να εξαφανίστηκε.
Από την άλλη όμως, οι ερευνητές παραδέχτηκαν ότι δεν διαπίστωσαν κάποια σχέση ανάμεσα στο χαμηλό επίπεδο στοργής μιας μητέρας και σε αυξημένο κατοπινό στρες του παιδιού τους. Περιέργως, όσοι στερήθηκαν σε σημαντικό βαθμό την μητρική αγάπη, δεν φαίνεται να τα πηγαίνουν χειρότερα σε σχέση με όσους γνώρισαν την μητρική ζεστασιά σε μέσο βαθμό.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι μητέρες πρέπει να ξέρουν πότε να σταματούν την έκφραση των συναισθημάτων τους για να μην το παρακάνουν και γίνουν υπερ-προστατευτικές και παρεμβατικές στη ζωή του παιδιού τους.

14.7.10

Σχολικός εκφοβισμός

«Δεν θέλω να πάω στο σχολείο, πονάει η κοιλιά μου….»
«Δεν θα κάνω ποδήλατο, δεν έχω όρεξη…ε, ναι, πριν μου άρεσε, τώρα δεν μου αρέσει…»
«Δεν μου φτάνουν τα λεφτά που μου δίνεις για το σχολείο, χρειάζομαι κι άλλα…»
«Έπεσα και χτύπησα και σκίστηκε το παντελόνι μου…»


Υπάρχουν κάποιες ενδεικτικές συμπεριφορές που μπορούν να κάνουν έναν γονιό να σκεφτεί ότι το παιδί του μπορεί να είναι θύμα εκφοβισμού:

- το παιδί ξαφνικά δεν θέλει να πάει στο σχολείο
- δεν θέλει να συμμετάσχει σε σχολική εκδρομή
- χάνει το χαρτζιλίκι του
- η διάθεσή του είναι πεσμένη
- επιστρέφει στο σπίτι με σκισμένα ρούχα ή με μελανιές
- δεν θέλει να βγει από το σπίτι
- απομονώνεται από παλιούς φίλους
- γίνεται οξύθυμο χωρίς προφανή λόγο
- πέφτει η σχολική του επίδοση
- δυσκολεύεται να κοιμηθεί ή βλέπει εφιάλτες


Ο εκφοβισμός αναφέρεται σε επιθετικές, σκόπιμες, επαναλαμβανόμενες βίαιες πράξεις που εκδηλώνονται είτε με κλωτσιές, μπουνιές, σπρωξίματα, χτυπήματα είτε με λόγια, όπως βρισιές, πειράγματα, απειλές, κοροϊδίες, με συμπεριφορές απομόνωσης και αποκλεισμού από παρέες, από παιχνίδια και αθλητικές δραστηριότητες, καθώς επίσης με τα κινητά και το internet.

Είναι μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία για τα παιδιά-θύματα, που επηρεάζει τη σχολική τους ζωή, τη διάθεσή τους και τη συμπεριφορά τους. Το σχολείο γίνεται ένας χώρος ανασφαλής στον οποίο δεν θέλουν να παρευρίσκονται. Συχνά κατηγορούν τον εαυτό τους για αυτό που γίνεται και απομονώνονται. Φοβούνται να κουβεντιάσουν με οποιονδήποτε αυτό που συμβαίνει και ανησυχούν πως αυτό θα χειροτερέψει την κατάσταση, θα γίνουν «καρφιά» και αυτό θα φέρει περισσότερη βία. Έτσι συχνά η οικογένεια και το περιβάλλον του σχολείου δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει.

Από τη στιγμή που ο γονιός έχει υποψίες ότι το παιδί του είναι θύμα εκφοβισμού, καλό είναι να του απευθύνει μερικές διερευνητικές ερωτήσεις:
-πώς πέρασες σήμερα στο σχολείο;
-με ποιους έπαιξες;
-σου αρέσουν τα παιχνίδια που παίξατε;
-υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί σε αυτά τα παιδιά;
-υπάρχει κάποια ώρα της ημέρας που σου είναι πολύ δυσάρεστη στο σχολείο;
-θέλεις να καλέσεις κάποιους φίλους στο σπίτι για παιχνίδι;
-υπάρχει κάποιο παιδί που δεν συμπαθείς;

Εάν ο γονιός αντιληφθεί ότι το παιδί του είναι θύμα εκφοβισμού, θα πρέπει:

- να συζητήσει μαζί του για αυτό που συμβαίνει και να μάθει όσα περισσότερα μπορεί. Να του ξεκαθαρίσει ότι όλες οι μορφές βίας είναι απαράδεκτες και δεν επιτρέπονται
- να τονίσει στο παιδί ότι έχει το δικαίωμα να αισθάνεται ασφάλεια στο σχολείο του, και ότι δεν πρέπει να δέχεται να του φέρονται με αυτόν τον τρόπο
- να παροτρύνει το παιδί να προσπαθεί να βρίσκεται σε ασφαλή μέρη, να μην μένει μόνο του και να αναζητά να είναι με άλλα παιδιά
- να καθοδηγήσει το παιδί πώς ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση: η καλύτερη τακτική είναι να δείξει σε αυτόν που του επιτίθεται ότι δεν ανέχεται τη συμπεριφορά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανταποδώσει. Αντίθετα, θα πρέπει να πει στο παιδί που το παρενοχλεί ότι δεν του αρέσει αυτό που γίνεται και ότι πρέπει να σταματήσει. Η φωνή του να είναι σταθερή, σίγουρη με ήρεμο τόνο. Στη συνέχεια το ίδιο να απομακρυνθεί. Τα παιδιά-θύτες συχνά θέλουν να προκαλέσουν αναστάτωση στο θύμα τους, και επομένως χάνουν το ενδιαφέρον τους, όταν δεν το καταφέρουν. Εάν το παιδί φοβάται να μιλήσει μόνο του στο παιδί που το παρενοχλεί, καλό είναι να βρίσκεται μαζί του κάποιος άλλος. Εάν κάποιος του επιτεθεί, θα πρέπει να το αναφέρει αμέσως σε δάσκαλο
- να ενισχύσει το παιδί να συμμετέχει σε ομάδες, όπως σε κάποιο άθλημα, όπου θα του δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσει και άλλα παιδιά με παρόμοια ενδιαφέροντα, και έτσι να μετριαστεί η απομόνωσή του και να ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή του
- να ενημερώσει ο γονιός, μόνος ή μαζί με το παιδί, το σχολείο, ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του παιδιού


Προτεινόμενα βιβλία:

Μίλα μη φοβάσαι. Τρεις ιστορίες για τη βία στο σχολείο.
Ε. Δικαίου, Β. Ηλιόπουλος, Τ. Τασάκου. Ε.Ψ.Υ.Π.Ε , ένα βιβλίο γραμμένο για παιδιά


Εκφοβισμός και βία στο σχολείο. Τι γνωρίζουμε και τι μπορούμε να κάνουμε. D. Olweus. Ε.Ψ.Υ.Π.Ε, ένα εγχειρίδιο για τους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Περιέχει έναν πολύτιμο οδηγό που βοηθά γονείς και εκπαιδευτικούς να αναγνωρίσουν εάν ένα παιδί γίνεται θύμα εκφοβισμού ή θύτης.

11.7.10

Το παιδί μου δεν καταλαβαίνει από τιμωρίες!

Συχνά μιλάμε για όρια στη συμπεριφορά των παιδιών, μιλάμε για πειθαρχία, για τιμωρία αλλά και για επιβράβευση. Το ζήτημα της πειθαρχίας των παιδιών απασχολεί μάλλον από πάντα. Ας δούμε τι έλεγε ο Σωκράτης τον 4ο αι. πΧ:

"Τα παιδιά τώρα αγαπούν την πολυτέλεια. Έχουν κακούς τρόπους, περιφρονούν την εξουσία, δεν σέβονται τους μεγαλύτερούς τους και χαίρονται να φλυαρούν σε μέρη όπου κανονικά θα έπρεπε να εργάζονται. Δεν σηκώνονται πια όρθια, όταν μπαίνει στην αίθουσα κάποιος μεγαλύτερος. Αντιμιλούν στους γονείς τους, φλυαρούν στις παρέες, τρώνε λαίμαργα τις λιχουδιές στο τραπέζι, σταυρώνουν τα πόδια τους και είναι τύραννοι για τους δασκάλους τους"....

Για πολλούς γονείς η πειθαρχία είναι συνώνυμη με τις λέξεις "τιμωρία" και "καταπίεση". Έτσι ενώ προσπαθούν να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους, ανησυχούν μήπως γίνουν άδικοι και αυστηροί. Το αποτέλεσμα είναι να μην εφαρμόζουν οι ίδιοι τους κανόνες. Ποια είναι η αποτελεσματική πειθαρχία: είναι αυτή που λαμβάνει υπόψη τη συναισθηματική ζωή του παιδιού, την καθημερινότητά του, την ηλικία του και τίθεται στα πλαίσια μιας σχέσης που τη χαρακτηρίζει σεβασμός, εμπιστοσύνη και τρυφερότητα.
Η τιμωρία είναι χρήσιμη, αρκεί ο γονιός να έχει υπόψιν του πως τη χρησιμοποιεί, για να μάθει στο παιδί του κάτι. Για παράδειγμα να ξεχωρίσει το σωστό από το μη σωστό, το επιτρεπτό από το μη επιτρεπτό. Να μάθει πως οι πράξεις έχουν συνέπειες. Οι συνέπειες μπορεί να είναι "φυσικές", δηλαδή το επακόλουθο μιας πράξης: αν το παιδί αρνείται να φορέσει το μπουφάν του βγαίνοντας έξω, θα κρυώσει. Μπορεί να είναι και "λογικές συνέπειες", οι οποίες σχεδιάζονται από το γονιό: πχ το παιδί που έκλεψε θα πρέπει να επιστρέψει το κλεμμένο αντικείμενο και να ζητήσει συγνώμη.
Είναι σημαντικό ο γονιός που εφαρμόζει την τιμωρία να διατηρεί την ευγένειά του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα εκφράσει την ενόχλησή του, λόγω της συμπεριφοράς του παιδιού του.
Η έλλειψη τιμωρίας μπορεί να δημιουργήσει στα παιδιά άγχος, ιδιαίτερα στην ηλικία των 4-5 ετών, όπου τα παιδιά αρχίζουν να έχουν τη δική τους συνείδηση. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, και ωριμάζει, η συνείδησή του γίνεται πιο ρεαλιστική (δεν φαντάζεται φοβερές και τρομερές ιστορίες για κινδύνους που του υπαγορεύει η πρώιμη συνείδησή του) και κρίνει μόνο του τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνει (εφόσον τα πράγματα έχουν πάει καλά τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία).
Ο τρόπος για να μάθει ένα παιδί να εκδηλώνει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι η ενίσχυσή της: η θετική και η αρνητική
Παραδείγματα θετικής ενίσχυσης: έπαινος (χαμόγελο, ενθουσιασμός, αντίστοιχα λόγια...), φιλί, αγκαλιά, έπαινος μπροστά σε άλλους, περισσότεροι έπαινοι στα "δύσκολα" παιδιά.
Σημαντικό είναι ο γονιός να μην υπονομεύει τον έπαινο που έδωσε στο παιδί του, όταν μετά από λίγο γίνεται προσβλητικός προς το παιδί ή το ειρωνεύεται.
Υπάρχουν και οι χειροπιαστές ανταμοιβές: περισσότερο παιχνίδι με το παιδί, εκμάθηση κάποιου κόλπου στο ποδόσφαιρο, αυτοκόλλητα, αγαπημένη δραστηριότητα (πχ βόλτα στο πάρκο). Αποφυγή κατά το δυνατόν προσφοράς υλικών αγαθών.
Η επιβράβευση έχει αποτέλεσμα όταν: ο γονιός ορίζει ξεκάθαρα την επιθυμητή συμπεριφορά, είναι συνεπής και σταθερός, κάνει μικρά βήματα κάθε φορά (κάποιες συμπεριφορές αλλάζουν με αργούς ρυθμούς), η ανταμοιβή έρχεται αμέσως μετά από τη θετική συμπεριφορά.
Αντιθέτως, η γκρίνια, το ξύλο, οι φωνές, οι λογικές εξηγήσεις (ατελείωτες πολλές φορές) αποτελούν για τα παιδιά μορφές γονεϊκής προσοχής και ενισχύουν αρνητικές συμπεριφορές. Επίσης τα παιδιά μαθαίνουν να γκρινιάζουν και να φωνάζουν και εκείνα.


6.7.10

Όταν ο γονιός πάσχει ψυχικά…πάσχει και το παιδί του…

Η εκδήλωση ψυχικής ασθένειας είναι πολύ συχνή. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει πως 1 στα 5 άτομα θα εμφανίσουν σε κάποια στιγμή της ζωής τους κάποιου είδους ψυχική ασθένεια. Ωστόσο πολύ λίγα από αυτά θα αναζητήσουν θεραπεία. Ανάμεσα στα άτομα που μπορεί να νοσήσουν ψυχικά είναι και άνθρωποι που έχουν αποκτήσει παιδιά, που διαμένουν στην κοινότητα και δεν έχουν βιώσει ποτέ την εμπειρία του μακροχρόνιου εγκλεισμού σε κάποιο ίδρυμα.

Όταν ο γονιός νοσήσει ψυχικά, επηρεάζεται η ζωή όλης της οικογένειας. Καταρχήν το ίδιο το άτομο δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του υποχρεώσεις, να εργαστεί, να φροντίσει τα παιδιά του, να συναναστραφεί με φίλους, να νιώσει ασφάλεια και ευχαρίστηση.

Τα παιδιά του γονιού που πάσχει ψυχικά θα επηρεαστούν με καθοριστικό για τη ζωή τους τρόπο. Η επίδραση εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, από την βαρύτητα της ασθένειας του γονιού, από την ύπαρξη θεραπευτικής βοήθειας και γενικότερα από την ύπαρξη ενός υποστηρικτικού για την οικογένεια πλαισίου. Ως γνωστό, η γονεϊκή ψυχική ασθένεια αποτελεί έναν επιβαρυντικό παράγοντα για τα παιδιά, καθώς έχουν μεγαλύτερη γενετική προδιάθεση να εμφανίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους μια ψυχική διαταραχή σε σχέση με τους συνομήλικους τους, των οποίων οι γονείς δεν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Η πιθανότητα αυτή είναι αυξημένη, όταν νοσούν και οι δύο γονείς από σοβαρή ψυχική ασθένεια (πχ σχιζοφρένεια ή συναισθηματική διαταραχή).

Οι μεγαλύτερες ωστόσο δυσκολίες αφορούν στο φόβο του στιγματισμού της οικογένειας και στο αίσθημα ανασφάλειας των παιδιών που συνδέεται με συχνά ασταθείς συμπεριφορές του γονέα, οικογενειακές συγκρούσεις, παραμέληση της φροντίδας του παιδιού και του σπιτιού, αντιστροφή των ρόλων γονέα και παιδιού, οικονομικές δυσκολίες και κοινωνική απόσυρση. Τα παιδιά εμφανίζουν άγχος, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις σχολικές τους υποχρεώσεις στις κοινωνικές τους-φιλικές τους σχέσεις και συχνά απομονώνονται. Επιπλέον η άγνοια σε αρκετές περιπτώσεις για αυτό που συμβαίνει στον γονιό τους τα οδηγεί να φαντάζονται συχνά εξηγήσεις για αυτά που συμβαίνουν που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Έτσι αυτά τα παιδιά στην πλειοψηφία τους νιώθουν ενοχές για την ύπαρξη της ασθένειας, την οποία αποδίδουν στη δική τους συμπεριφορά.

Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς και σύζυγοι:

Ο ρόλος του γονιού είναι δύσκολος, ιδιαίτερα όταν ο γονιός πάσχει από ψυχική ασθένεια και η χαρά της ανατροφής των παιδιών αντικαθίσταται από αγωνία, φόβους, ανασφάλεια και ταλαιπωρία. Η καθημερινή φροντίδα των παιδιών και η κάλυψη των αναγκών τους γίνεται ιδιαίτερα στρεσογόνα. Είναι σημαντικό οι γονείς να αναζητούν θεραπεία και στήριξη από άλλους ανθρώπους (ειδικούς και μη), προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στον γονεϊκό τους ρόλο.

Επιπλέον, είναι απαραίτητη η γνώση για την ψυχική ασθένεια και η κατανόηση της κατάστασης. Τα παιδιά χρειάζεται να είναι ενήμερα για την κατάσταση του γονιού τους. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να ενημερωθούν πιο αποτελεσματικά μέσα από τη χρήση παραμυθιών, ιστοριών, ζωγραφιών, ενώ τα παιδιά του δημοτικού μπορούν να καταλάβουν περισσότερα με τη χρήση του λόγου, έχουν ανάγκη από σαφείς απαντήσεις και διευκρινίσεις για την πιθανότητα εμφάνισης έκτακτων δυσκολιών, όταν προκύπτουν, όπως μια υποτροπή ή νοσηλεία και οδηγιών για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Οι έφηβοι χρειάζονται τον δικό τους χρόνο για να επικοινωνήσουν και επιλέγουν οι ίδιοι πότε θα συμβεί αυτό. Είναι σημαντικό να δημιουργείται κατά το δυνατόν κλίμα ασφάλειας και διαθεσιμότητας από τον μη-πάσχοντα γονιό, ώστε να μπορούν να συζητήσουν όταν είναι έτοιμοι, ενώ βοηθητικά είναι βιβλία και ενημερωτικά έντυπα σχετικά με τις ψυχικές διαταραχές.

Γενικά, η πληροφόρηση πρέπει να γίνεται χωρίς εντάσεις και να επαναλαμβάνεται σε διάφορες ευκαιρίες. Η προσπάθεια ενημέρωσης του παιδιού και αντιμετώπισης του άγχους του πρέπει να συνεχίζεται, όταν εκείνο είναι έτοιμο να θέσει ερωτήσεις και να μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτό που συμβαίνει.
Βασιλοπούλου Βασιλική,
ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια

5.7.10

Η πυρκαγιά μας συγκλόνισε! Τα παιδιά δεν μπορούν να ησυχάσουν...

Επίδραση τραυματικών γεγονότων στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών

Συγκλονιστικές εμπειρίες, όπως φυσικές καταστροφές, κακοποίηση, αυτοκινητιστικό δυστύχημα, εμπειρίες που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή παιδιών ή άλλων ανθρώπων γύρω τους, μπορούν να αποβούν τραυματικές για την ψυχοσυναισθηματική ζωή των παιδιών και να επηρεάσουν την ψυχική τους υγεία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο κάθε άνθρωπος από πολύ νωρίς μαθαίνει να χειρίζεται καθημερινά και συνηθισμένα άγχη της ζωής, και δεν είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει ένα έντονο, διαφορετικό από τα συνηθισμένα, γεγονός που ανατρέπει την ισορροπία της ζωής του. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για ένα παιδί που ξαφνικά νιώθει ότι χάνει το αίσθημα της ασφάλειας και τον έλεγχο που είχε εώς τότε στη ζωή του.

Η αναστάτωση του συναισθηματικού κόσμου ενός παιδιού μετά από ένα τραυματικό γεγονός είναι φυσιολογική αντίδραση, αλλά όταν αυτή η αντίδραση είναι παρατεταμένη (διαρκεί περισσότερο από ένα μήνα), εντείνεται, και δυσκολεύει την λειτουργικότητά του, τότε μιλάμε για παθολογική κατάσταση, η οποία ορίζεται ως «σύνδρομο μετατραυματικού στρες». Η εκδήλωση μετατραυματικού στρες εξαρτάται από τη σοβαρότητα του γεγονότος, τον τρόπο αντίδρασης των γονιών απέναντι σε αυτό, την προσωπικότητα του παιδιού, την εγκύτητα του παιδιού στο γεγονός, και την επαναληπτικότητα τραυματικών γεγονότων στη ζωή του. Οι αντιδράσεις του παιδιού ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία του:

Παιδιά προσχολικής ηλικίας (0-6 ετών) μπορεί να παλινδρομήσουν σε προηγούμενα ηλικιακά στάδια (να θελήσουν ξανά πιπίλα, να χρειαστούν ξανά πάνα, να αρχίσουν να «μπεμπεκίζουν»), να παρουσιάσουν διάφορες φοβίες, να προσκολληθούν σε κάποιον από τους γονείς και να αποφεύγουν διάφορες καταστάσεις που δεν σχετίζονται πάντα με το τραυματικό γεγονός. Μπορεί επίσης να παρουσιάσουν διαταραχές στον ύπνο ή στο φαγητό καθώς επίσης να παραπονεθούν για σωματικούς πόνους.

Παιδιά σχολικής ηλικίας (7-12 χρόνων) μπορεί να εμφανίσουν κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα. Επιπλέον μπορεί να παρουσιάσουν ερειστικότητα, τάσεις απομόνωσης (να μην επιθυμούν να βρίσκονται με τους φίλους τους, να μην θέλουν να βγουν από το σπίτι), και πτώση της σχολικής τους επίδοσης. Συχνά φτάνουν στο σημείο να μην θέλουν να πάνε ούτε στο σχολείο προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες. Αυτό συνήθως δείχνει ότι έχουν μεγάλο άγχος για την ασφάλεια όλης της οικογένειας και μένουν στο σπίτι, καθώς φαντάζονται ότι έτσι ελέγχουν την κατάσταση και τους προστατεύουν όλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γονείς συνήθως βρίσκονται σε έντονη κατάσταση άγχους και ανασφάλειας και επηρεάζουν και τα παιδιά τους.

Οι έφηβοι (12-18 χρόνων) από την άλλη αντιδρούν με τρόπους που μοιάζουν με τις αντιδράσεις των ενηλίκων. Μπορεί να επαναβιώνουν το γεγονός μέσα από επαναλαμβανόμενες σκέψεις, όνειρα, εικόνες, να αποφεύγουν οτιδήποτε σχετίζεται με αυτό, να έχουν ξεσπάσματα οργής, επιθετικότητα, και να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους υποχρεώσεις και δραστηριότητες.

Συνήθως τα συμπτώματα υποχωρούν σε λίγες εβδομάδες. Όμως είναι σημαντικό οι γονείς, παρόλο που βρίσκονται και οι ίδιοι σε δύσκολη θέση, με τη στάση τους να διευκολύνουν την υποχώρηση αυτών των συμπτωμάτων και ακόμη περισσότερο να προλαμβάνουν αυτή την εξέλιξη. Για αυτό πρέπει αμέσως μετά το τραυματικό γεγονός, και πριν εμφανιστούν οποιαδήποτε συμπτώματα στα παιδιά, να προσπαθήσουν να εφαρμόσουν τα παρακάτω:

· Να δείξετε με το παράδειγμά σας ότι δεν κρύβετε τα συναισθήματά σας και τις σκέψεις σας. Να επιτρέπετε στα παιδιά σας να συμμετέχουν σε συζητήσεις των μεγάλων γύρω από τα τραυματικά γεγονότα. Χρειάζεται βέβαια προσοχή ώστε να αποφεύγονται οι πολύ ακραίες εκδηλώσεις λύπης ή θυμού μπροστά στα παιδιά.
· Μάθετε τι είναι αυτό που τα τρομάζει. Ενθαρρύνετε τα παιδιά να σας μιλήσουν για φόβους που μπορεί να έχουν και συζητείστε μαζί τους
· Δώστε προσοχή στις ζωγραφιές και στα παιχνίδια τους. Μπορεί να σας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες γύρω από τις ανησυχίες τους και τους φόβους τους. Ρωτήστε τα παιδιά να σας εξηγήσουν τι συμβαίνει στο παιχνίδι τους ή στη ζωγραφιά τους. Είναι μια ευκαιρία για να ξεκαθαρίσετε τυχόν παρανοήσεις, να απαντήσετε σε τυχόν ερωτήματα ή απλώς να καθησυχάσετε τα παιδιά
· Ενθαρρύνετε τα παιδιά σας να σας κάνουν ερωτήσεις. Μέσα σε ένα κλίμα ασφάλειας που εσείς θα διαμορφώσετε, ακούστε ό,τι έχουν να σας πουν. Δεν πειράζει αν δεν έχετε όλες τις απαντήσεις για ό,τι σας ρωτούν. Σημαντικό είναι να νιώσουν ότι ακούγονται
· Μιλήστε τους στο δικό τους επίπεδο. Μιλήστε μαζί τους απλά ώστε να σας καταλαβαίνουν και μην αναλωθείτε σε πολύπλοκες λεπτομέρειες
· Εστιάστε στα θετικά. Δώστε έμφαση στις ηρωικές πράξεις συνανθρώπων μας προκειμένου να βοηθήσουν πληγέντες και στην προθυμία που δείχνουν και άλλες χώρες, για να βοηθήσουν
· Σχεδιάστε ένα οικογενειακό πλάνο. Οργανώστε ένα πλάνο για το μέλλον, για παράδειγμα ένα σημείο στο οποίο θα συγκεντρωθεί όλη η οικογένεια σε περίπτωση που κάτι ξαφνικό συμβεί (π.χ. σεισμός). Αυτό θα βοηθήσει εσάς και τα παιδιά σας να νιώθετε μεγαλύτερη ασφάλεια καθώς είναι ανακουφιστικό να γνωρίζουν ότι υπάρχει κάτι που μπορούν να κάνουν σε αντίστοιχη περίπτωση
· Προτείνετε τη συμμετοχή σε δράσεις αποκατάστασης. Κουβεντιάστε με τα παιδιά την πιθανότητα να συμμετέχετε όλη η οικογένεια σε ενέργειες που θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση των ζημιών (πχ δεντροφύτευση σε καμμένο δάσος)

Επίσης σημαντικό είναι:
Να μην αλλάξει, όσο το δυνατόν γίνεται, η καθημερινότητα των παιδιών. Η ρουτίνα στη ζωή τους βοηθάει να νιώθουν ασφάλεια
Αποφύγετε τη συγκεκριμένη περίοδο αποχωρισμούς που δεν είναι απαραίτητοι
Περιορίστε την έκθεση των παιδιών σε σκηνές των ΜΜΕ που θυμίζουν το τραυματικό γεγονός
Να είσαστε σταθεροί στους κανόνες που ισχύουν στην οικογένεια (π.χ. ένα παιδί που έχει ξεσπάσματα οργής πρέπει με καλό τρόπο να οριοθετηθεί από τους γονείς του, οι οποίοι δεν πρέπει να είναι ανεκτικοί σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις του)

Αν βλέπετε ότι το παιδί σας παραμένει αναστατωμένο μετά από μερικές εβδομάδες ή όσο περνάει ο καιρός τα σημάδια που αναφέραμε παραπάνω γίνονται χειρότερα, τότε θα πρέπει να συμβουλευτείτε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.

Βασιλοπούλου Βασιλική,
ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια



Πρόσωπο με πρόσωπο με την κατάθλιψη
«Δεν αντέχω άλλο την κατάθλιψή του. Σκέφτομαι να πάρω τα παιδιά και να φύγω από το σπίτι, γιατί αλλιώς θα τρελαθώ εγώ». Με τα λόγια αυτά περιγράφει μια σαραντάχρονη σύζυγος το προσωπικό και οικογενειακό δράμα που ζει τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας των προβλημάτων του σαρανταπεντάχρονου συζύγου της. Και συνεχίζει: «όλα άρχισαν πριν από έξι μήνες. Το μαγαζί δεν πήγαινε καλά, η μάνα του χειρουργήθηκε από καρκίνο στο έντερο…άρχισε να αλλάζει. Δε μιλούσε σε κανέναν, κάπνιζε πολύ και άρχισε να πίνει. Μου ήρθε δυο-τρεις φορές πιωμένος στο σπίτι και χτύπησε τα παιδιά. Μετά έβαλε τα κλάματα και ζήταγε συγγνώμη. Λέει ότι δεν είναι καλά, κλαίει συχνά. Το βράδυ στριφογυρίζει στο κρεβάτι μας και το πρωί ξυπνά από τα μαύρα χαράματα. Δεν έχει ενδιαφέρον ούτε για το ντύσιμό του, ούτε για τη δουλειά, ούτε για τα παιδιά. Φοβάμαι! Βλέπω έναν άνθρωπο να σέρνεται, να δυσκολεύεται να κάνει το οτιδήποτε. Δεν είναι αυτός ο άντρας μου. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του. Το έχω ξαναζήσει αυτό με μια φίλη μου και ξέρω πως είναι κατάθλιψη. Του είπα να πάμε σε ένα γιατρό, όμως μου απάντησε ότι δεν είναι τρελός».
Όσα περιγράφει αυτή η κυρία, αποτελούν ένα τυπικό δείγμα της κλινικής εικόνας της μείζονος κατάθλιψης των ενηλίκων και του τεράστιου συναισθηματικού φορτίου που επωμίζονται τόσο οι πάσχοντες όσο και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η σχεδόν μόνιμη καταθλιπτική διάθεση, η απώλεια ενδιαφερόντων για συνήθεις ως τώρα ασχολίες, η ευερεθιστότητα ή/και η ευσυγκινησία, οι σοβαρές διαταραχές στον ύπνο, στην όρεξη, στη σεξουαλική διάθεση, τα επίμονα και ανεξήγητα σωματικά ενοχλήματα ( κεφαλαλγίες, πόνοι στη μέση, εντερικά προβλήματα…), η δυσκολία στη συγκέντρωση και στη λήψη αποφάσεων, το μόνιμο αίσθημα κόπωσης, οι ενοχές και οι ευχές θανάτου ή σκέψεις αυτοκτονίας, συγκροτούν την εικόνα ενός καταθλιπτικού συνδρόμου.
Το σύνδρομο αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την περιστασιακή καταθλιπτική διάθεση που μπορεί να χαρακτηρίζει οποιονδήποτε άνθρωπο σε μια στιγμή της ζωής του και θεωρείται μια φυσιολογική κατάσταση .
Συχνά οι πάσχοντες ρωτούν για την αιτία της κατάθλιψης. Η απάντηση δεν είναι απλή. Ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος, για να αποδοθούν οι εκδηλώσεις του μεμονωμένα στα γονίδια ή σε νευροχημικές διαταραχές του εγκεφάλου ή…στην οικονομική κρίση. Ένας συνδυασμός βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο για κάθε άνθρωπο, είναι υπεύθυνος για την ανθρώπινη συμπεριφορά .
Είναι επικίνδυνη η κατάθλιψη; Δεν είναι επικίνδυνη, αν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά. Στην αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες τόσο για τον πάσχοντα όσο και για το περιβάλλον του μπορεί να είναι πολλές και επώδυνες: αίσθημα υποκειμενικής δυσφορίας, λειτουργική έκπτωση (απώλεια εργασίας, αποτυχία στις σπουδές, παραμέληση των παιδιών, διαπροσωπικές δυσκολίες, διαζύγιο), αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και αυτοκτονία.
Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης απαιτεί τη συνεργασία του πάσχοντος με έναν σωστά εκπαιδευμένο ειδικό, ο οποίος θα πρέπει να αναγνωρίσει το πρόβλημα, να αναζητήσει πιθανούς αιτιολογικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία του και να συστήσει τρόπους αντιμετώπισής του.
Πολλοί ρωτούν κατά πόσον τα φάρμακα αποτελούν μονόδρομο στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Η θεραπευτική μέθοδος που επιλέγει ο ειδικός, εξατομικεύεται ανάλογα με τη βαρύτητα της διαταραχής, τα συμπτώματα του ασθενούς, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και βεβαίως τις προτιμήσεις του ασθενούς.
Θα έλεγα ότι σε βαριές περιπτώσεις κατάθλιψης όπου κυριαρχούν οι σοβαρές διαταραχές του ύπνου, της όρεξης, η αναστολή της βούλησης και της κινητικότητας καθώς και ο αυτοκτονικός ιδεασμός, η φαρμακοθεραπεία με τη χρήση κυρίως αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, θα πρέπει να αποτελεί την πρώτη θεραπευτική επιλογή.
Σε μέτριας ή ήπιας βαρύτητας περιπτώσεις κατάθλιψης, θα πρότεινα μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, η γνωστική–συμπεριφορική θεραπεία και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία, είναι οι πιο γνωστές ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν με επιτυχία στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η επιλογή της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου είναι συχνά ένα δύσκολο πρόβλημα για τον ασθενή. Κατά τη γνώμη μου ο ειδικός θα πρέπει να είναι ενήμερος για τις γενικές αρχές της κάθε ψυχοθεραπευτικής μεθόδου και να προτείνει στον ασθενή αυτή που ταιριάζει περισσότερο στα ατομικά χαρακτηριστικά του.

Γκορίνης Ανδρέας, Ψυχίατρος