Γράφει η Ελένη Λαζαράτου
Παιδοψυχίατρος, Επίκουρη Καθηγήτρια Παν/μίου Αθηνών
Πηγή:
Παιδοψυχίατρος, Επίκουρη Καθηγήτρια Παν/μίου Αθηνών
Πηγή:
Το παιδί γεννιέται μέσα από την επιθυμία των γονιών του। Αυτή η επιθυμία προϋπάρχει και αντιπροσωπεύει είτε πανανθρώπινες αξίες (διαιώνιση του είδους, μετάδοση κληρονομιάς, υπερνίκηση του θανάτου), είτε ατομικές (δημιουργία οικογένειας, ολοκλήρωση της γυναίκας μέσα από την μητρότητα)।
Το παιδί της εγκυμοσύνης
Τα συναισθήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ιδιαίτερα έντονα και καθορίζουν τη σχέση με το παιδί που θα γεννηθεί. Η εγκυμοσύνη ανάλογα με τη στιγμή έλευσής της, το πώς εντάσσεται στην προσωπική πορεία των δυο γονιών, την συμμετοχή ή όχι της ευρύτερης οικογένειας μπορεί να βιωθεί με ακραία έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα. Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές η γυναίκα νιώθει έντονη χαρά και αίσθηση δύναμης. Το παιδί είναι προέκταση του σώματός της, το ίδιο της το σώμα τη στιγμή που αρχίζει να έχει μια δική του αυτόνομη ύπαρξη. Ζει από εκείνη, χάρη σε εκείνη, χάρη στη δύναμη που του μεταδίδει. Δεν είναι λίγες όμως οι φορές που η εγκυμοσύνη βιώνεται αρνητικά.
Κατά το πρώτο τρίμηνο η απουσία κάθε εξωτερικού χαρακτηριστικού που αποδεικνύει την εγκυμοσύνη δημιουργεί δυσκολία στην αποδοχή της ύπαρξης του παιδιού. Η διακοπή της κύησης ή η αποβολή είναι ακόμα πιθανές. Οι συνήθεις διαταραχές (ζαλάδες, εμετοί του πρώτου τριμήνου) όταν είναι ιδιαίτερα έντονες δείχνουν την δυσκολία της γυναίκας να δεχτεί την μητρότητα.
Κατά το δεύτερο τρίμηνο η πραγματικότητα της εγκυμοσύνης συγκεκριμενοποιείται από την εμφάνιση των κινήσεων του εμβρύου. Οι αλλαγές στο σώμα μπορεί να προκαλούν άγχος και το παιδί να θεωρηθεί υπεύθυνο γι’ αυτές.
Στο τρίτο τρίμηνο το παιδί γίνεται βιώσιμο και οι ονειροπολήσεις της ημέρας και της νύχτας αναφέρονται σε αυτό. Εκφράζονται φόβοι για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού και φόβοι σχετικά με τον τοκετό.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι εκδηλώσεις άγχους μπορούν να θεωρηθούν φυσιολογικές. Η ένταση όμως του άγχους και η συνεχής ενασχόληση με φόβους για το παιδί που θα γεννηθεί, διαταράσσουν την συναισθηματική σχέση της μητέρας με το μωρό της.
Η εγκυμοσύνη και ο τοκετός δεν πρέπει να είναι ένα διάστημα κατά το οποίο η μέλλουσα μητέρα αισθάνεται ότι έχει να αντιμετωπίσει τα πάντα μόνη της. Η πολυτιμότερη βοήθεια είναι εκείνη του συντρόφου της, ο οποίος πρέπει να έχει ενεργή συμμετοχή από τη σύλληψη και μετά. Η απόκτηση του παιδιού είναι μια κοινή εμπειρία. Η συνεχής παρουσία του πατέρα καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού τον κάνει να δένεται με το μωρό το ίδιο άμεσα και ισχυρά όσο και η μητέρα.
Οι ικανότητες του εμβρύου
Τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης οι μελλοντικοί γονείς αναρωτιούνται πώς θα είναι αυτό το παιδί που θα γεννηθεί και πώς οι ίδιοι θα μάθουν να είναι καλοί γονείς. Μια μεγάλη περίοδος προσαρμογής τους περιμένει, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να ανακαλύψουν την προσωπικότητα του παιδιού που θα γεννηθεί. Η αμοιβαία προσαρμογή μπορεί να αρχίσει ήδη από την ενδομήτρια ζωή γιατί το έμβρυο είναι προικισμένο με εκπληκτικές ικανότητες που το κάνουν να συμπεριφέρεται σαν ένα «πρόσωπο».
Το έμβρυο αντιδρά (αυξάνεται ο καρδιακός ρυθμός και οι κινήσεις) όταν ρίξουμε ένα δυνατό φως στα κοιλιακά τοιχώματα της μητέρας. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι το έμβρυο από την 26η εβδομάδα της κύησης αντιλαμβάνεται τους ήχους. Έγιναν πειράματα κατά την διάρκεια των οποίων η μητέρα φορούσε μια κάσκα που την εμπόδιζε να ακούσει η ίδια. Το έμβρυο μπορούσε να ξεχωρίζει τους ήχους διαφορετικής συχνότητας. Όταν επαναλαμβανόταν ο ίδιος ήχος οι απαντήσεις ελαττωνόταν και έπαυαν. Ένας ήχος διαφορετικής συχνότητας προκαλούσε εκ νέου την εμφάνιση αντιδράσεων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης το έμβρυο ακούει τη φωνή της μητέρας του και σ’ ένα μικρότερο βαθμό του πατέρα του. Έτσι στη γέννηση είναι ικανό να ξεχωρίσει τη φωνή της μητέρας του από εκείνη μιας ξένης γυναίκας. Είναι ικανό επίσης να ξεχωρίσει ένα μουσικό κομμάτι, το οποίο άκουγε κατ’ επανάληψη προς το τέλος της ενδομήτριας ζωής. Πολλές γυναίκες που τους άρεσε να ακούν μουσική κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν παρατηρήσει ότι το μωρό ηρεμούσε στο άκουσμα μελωδίας γνωστής από την περίοδο της εγκυμοσύνης.
Η γεύση υπάρχει επίσης από την ενδομήτρια ζωή. Παρατηρήθηκε ότι η ποσότητα του αμνιακού υγρού που καταπίνει το έμβρυο ποικίλει σε σχέση με τη γεύση του υγρού. Αυξάνεται με την τεχνητή προσθήκη μιας σακχαρώδους ουσίας και ελαττώνεται με την προσθήκη μιας ξινής ή πικρής ουσίας. Καταλαβαίνει επίσης τα απτικά ερεθίσματα και οι γονείς μπορούν να μεταδώσουν τα συναισθήματά τους χαϊδεύοντας την κοιλιά της μητέρας.
Κάθε παιδί γεννιέται με μια ιδιοσυγκρασία, με ένα ήδη προσχηματισμένο χαρακτήρα, ο οποίος βέβαια στη συνέχεια θα δεχθεί τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στη δραστηριότητα του εμβρύου και τη συμπεριφορά του παιδιού που θα γεννηθεί. Ο τρόπος με τον οποίο το έμβρυο αντιδρά στα ερεθίσματα έχει σημασία. Άλλα αναπηδούν εύκολα με τον παραμικρό θόρυβο, είναι πιο δραστήρια με έντονες κινήσεις και άλλα περισσότερο παθητικά. Το έμβρυο περνάει από περιόδους ανάπαυσης – ύπνου σε περιόδους έντονης δραστηριότητας. Αυτές οι εναλλαγές έχουν συνήθως μικρή διάρκεια. Ορισμένα ακολουθούν τον ρυθμό της μητέρας τους, ενώ άλλα γίνονται περισσότερο δραστήρια το βράδυ όταν η μητέρα τους αναπαύεται και ακολουθούν το ακριβώς αντίθετο ωράριο. Όταν η μητέρα είναι δραστήρια το έμβρυο ηρεμεί και όταν η μητέρα ηρεμεί η δραστηριότητα του εμβρύου αυξάνεται.
Μπορούμε επίσης από τις κινήσεις του εμβρύου να διαγνώσουμε το άγχος και το stress της μητέρας. Μια υπερβολική δραστηριότητα ή μια πλήρης έλλειψη αντίδρασης στα εξωτερικά ερεθίσματα είναι σημάδια ανησυχητικά που δείχνουν ότι το έμβρυο συμμετέχει στην άσχημη ψυχολογική κατάσταση της μητέρας.
Το παιδί της επιθυμίας των γονέων είναι ένα παιδί φαντασιακό, ιδεατό. Είναι αποτέλεσμα της ονειροπόλησης και έχει σχέση με τους ίδιους τους γονείς και τα δικά τους παιδικά χρόνια. Το παιδί που θα γεννηθεί όμως είναι ένα παιδί που δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτό που έχουν οι γονείς στο μυαλό τους. Χρειάζεται μια προσπάθεια προσαρμογής και κατανόησης που μπορεί να αρχίσει ήδη από την περίοδο της εγκυμοσύνης. Το να αναγνωρισθούν από νωρίς οι ιδιαιτερότητες και ο χαρακτήρας του παιδιού που θα γεννηθεί βοηθάει στη δημιουργία υγιών σχέσεων παιδιών - γονέων.
Η πρώιμη σχέση με το βρέφος
Η προσωπικότητα του βρέφους
Παλιότερα πιστεύαμε ότι το βρέφος είναι ένα παθητικό όν αποκλεισμένο από τον κόσμο λόγω της ανικανότητάς του να αντιληφθεί, και εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις φροντίδες που του παρείχε η μητέρα.
Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι από τη γέννησή τους τα βρέφη έχουν ανεπτυγμένες όλες τις αισθήσεις και αντιδρούν στα ερεθίσματα που προέρχονται από το περιβάλλον τους. Από τις πρώτες μέρες της ζωής του π.χ. το βρέφος μπορεί να αναγνωρίσει τη φωνή της μητέρας του και να στρέψει το κεφάλι του όταν του μιλάει. Μπορεί επίσης να αναγνωρίσει τη μυρωδιά του στήθους της μητέρας του και να το προτιμήσει από το στήθος μιας άλλης γυναίκας.
Πολύ νωρίς αρχίζει να βλέπει και να διαχωρίζει τα αντικείμενα με βάση το σχήμα και το μέγεθός τους. Σε ηλικία 2 – 4 μηνών αρχίζει να εστιάζει το βλέμμα του σε λεπτομέρειες του ανθρώπινου προσώπου και να αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μητέρας του.
Η διαπίστωση αυτών των πρώιμων ικανοτήτων του δίνει μια θέση ενεργού συνομιλητή απέναντι στη μητέρα.
Τα βρέφη εκφράζουν επίσης πολύ καθαρά τα συναισθήματά τους: φωνάζουν, κλαινε, χαμογελούν, διεγείρονται, ησυχάζουν, παρακολουθούν. Προσπαθούν πολύ νωρίς να επικοινωνήσουν με τη μητέρα τους και με εκείνους που τα φροντίζουν. Οι μιμικές του προσώπου και οι πρώιμοι ήχοι έχουν αξία γλώσσας, υπό την προϋπόθεση ότι τα άτομα του περιβάλλοντος είναι ευαισθητοποιημένα και προσεκτικά στις συναισθηματικές εκφράσεις του βρέφους.
Φαίνεται ότι τα βρέφη διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την έκφραση των συναισθημάτων, την ενεργητικότητα και την ευσυγκινησία. Άλλα είναι συνεχώς δραστήρια , με μεγάλη ετοιμότητα να αντιδράσουν στα ερεθίσματα, άλλα είναι περισσότερο παθητικά. Άλλα είναι οξύθυμα και ευερέθιστα, κλαινε με το παραμικρό και δεν παρηγορούνται εύκολα ενώ άλλα είναι ήρεμα και δείχνουν συνεχώς ευχαριστημένα. Ορισμένα τους αρέσει να τα κρατούν αγκαλιά και απολαμβάνουν τη σωματική επαφή ενώ άλλα είναι αδιάφορα ή ενοχλούνται από τα χάδια και τις περιποιήσεις αυτών που τα φροντίζουν.
Υπάρχουν κλίμακες αξιολόγησης που από τις πρώτες μέρες της ζωής μας επιτρέπουν ναδιακρίνουμε την «προσωπικότητα» του βρέφους.
Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα βρέφη σε τρεις τύπους:
α) εύκολα βρέφη: προσαρμόζονται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία σε νέα γεγονότα, έχουν μια ικανότητα να ρυθμίζουν τις βιολογικές λειτουργίες (τρωνε, κοιμούνται σύμφωνα με το πρόγραμμα που τους προτείνεται), είναι συνήθως χαρούμενα και χαμογελαστά,
β) δύσκολα βρέφη: γκρινιάζουν συνεχώς και δεν δείχνουν ποτέ ευχαριστημένα, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να αποκτήσουν σταθερά ωράρια ύπνου και φαγητού,
γ) παθητικά βρέφη: δεν παρουσιάζουν θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις αλλά δείχνουν μεγάλη παθητικότητα, είναι απομονωμένα και δεν φαίνονται να παίρνουν ευχαρίστηση από την επικοινωνία με τους άλλους.
Η πρώιμη σχέση με τη μητέρα
Όπως έχει αλλάξει η εικόνα που είχαμε για το βρέφος, έχουν επίσης μεταβληθεί οι αντιλήψεις για τη μητρική λειτουργία, που δεν θεωρείται πλέον ότι περιορίζεται στην παροχή φροντίδων.
Είναι ευνόητο ότι τα βρέφη με διαφορετική προσωπικότητα απαιτούν από τη μητέρα διαφορετικούς τρόπους μεταχείρισης και προκαλούν διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις. Η μητέρα οφείλει να αντιλαμβάνεται και να προσαρμόζεται στα μηνύματα του βρέφους έτσι ώστε από την αρχή της ζωής να εγκατασταθεί μια ισότιμη αλληλεπιδραστική σχέση.
Στην πρώιμη αυτή φάση οι τρόποι επικοινωνίας είναι εξωλεκτικοί. Τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις, οι αντιθέσεις δεν εκφράζονται με λέξεις. Οι συνθήκες διαλόγου που η μητέρα εγκαθιστά περνούν από το σώμα της π.χ. τη μυϊκή χαλάρωση που το βρέφος αντιλαμβάνεται όταν είναι στην αγκαλιά της, ο τρόπος που το κρατάει για να το θηλάσει ή να το πλύνει, τα αγγίγματα, τα χάδια, τα φιλία.
Από τις πρώτες μέρες της ζωής του βρέφους το βλέμμα αποτελεί τον κύριο τρόπο εγκατάστασης της σχέσης. Πολύ νωρίς η επαφή «βλέμμα με βλέμμα» διαμορφώνει την ποιότητα της σχέσης. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την απεικόνιση μιας «συμβιωτικής σχέσης» (ο ένας πνίγεται στο βλέμμα του άλλου) ή την πλήρη αδιαφορία (ο ένας αγνοεί τον άλλον). Ορισμένες μητέρες αντλούν ικανοποίηση απ’ αυτή τη βλεμματική επαφή, ενώ άλλες δεν μπορούν να νοιώσουν τέτοια συναισθήματα και αντιδρούν με άγχος.
Μια άλλη ένδειξη της λειτουργίας της σχέσης είναι οι ήχοι, κλάματα, κραυγές που εκπέμπει το βρέφος και οι απαντήσεις που προκαλούν τη μητέρα. Συνήθως τα κλάματα του μωρού μεταδίδουν στον ενήλικα το αίσθημα της επείγουσας ανάγκης στην οποία πρέπει να απαντήσει αμέσως. Τα βρέφη παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές στη συχνότητα και τη διάρκεια του κλάματος. Η μητέρα από πολύ νωρίς, μέσα στις 3 – 4 πρώτες ημέρες, είναι ικανή να ξεχωρίσει τη σημασία του κλάματος και να απαντήσει με τον κατάλληλο τρόπο. Πειραματικά έχει διαπιστωθεί ότι το κλάμα της πείνας κατά την περίοδο του θηλασμού προκαλεί μια αύξηση της επιδερμικής θερμοκρασίας στο στήθος της μητέρας.
Αργότερα θα προστεθούν οι λέξεις που μεταφέρουν τα συναισθήματα. Το βρέφος δεν κατανοεί την σύνταξη, ούτε το σημασιολογικό περιεχόμενο των λόγων της μητέρας του. Είναι όμως τα ρυθμικά χαρακτηριστικά της φωνής της που το διεγείρουν, το καθησυχάζουν, του μεταδίδουν τα συναισθήματά της.
Η μητρική σχέση θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αποκλειστικότητα, πρωιμότητα, και σταθερότητα.
Η αποκλειστικότητα είναι σημαντική για την δημιουργία της σχέσης. Οι φροντίδες πρέπει να παρέχονται βασικά από ένα μόνο πρόσωπο. Η πρωιμότητα προϋποθέτει την ουσιαστική παρουσία αυτού του προσώπου από την αρχή της ζωής και η σταθερότητα την καθημερινή στοργική μέριμνα και τη διαρκή εκδήλωση αγάπης και προστασίας.
Η αρχή που διέπει την σχέση αλληλεπίδρασης μητέρας – βρέφους είναι ότι η μητέρα αναγνωρίζει τις ανάγκες του βρέφους και είναι διαθέσιμη να απαντήσει άμεσα. Ταυτόχρονα πρέπει να εκτιμήσει τις ικανότητες του βρέφους, να δεχθεί αυτή την απάντηση και να του επιτρέπει να αποσύρεται από τη σχέση όταν η ικανότητα εγρήγορσής του εξαντλείται.
Τα συναισθήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ιδιαίτερα έντονα και καθορίζουν τη σχέση με το παιδί που θα γεννηθεί. Η εγκυμοσύνη ανάλογα με τη στιγμή έλευσής της, το πώς εντάσσεται στην προσωπική πορεία των δυο γονιών, την συμμετοχή ή όχι της ευρύτερης οικογένειας μπορεί να βιωθεί με ακραία έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα. Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές η γυναίκα νιώθει έντονη χαρά και αίσθηση δύναμης. Το παιδί είναι προέκταση του σώματός της, το ίδιο της το σώμα τη στιγμή που αρχίζει να έχει μια δική του αυτόνομη ύπαρξη. Ζει από εκείνη, χάρη σε εκείνη, χάρη στη δύναμη που του μεταδίδει. Δεν είναι λίγες όμως οι φορές που η εγκυμοσύνη βιώνεται αρνητικά.
Κατά το πρώτο τρίμηνο η απουσία κάθε εξωτερικού χαρακτηριστικού που αποδεικνύει την εγκυμοσύνη δημιουργεί δυσκολία στην αποδοχή της ύπαρξης του παιδιού. Η διακοπή της κύησης ή η αποβολή είναι ακόμα πιθανές. Οι συνήθεις διαταραχές (ζαλάδες, εμετοί του πρώτου τριμήνου) όταν είναι ιδιαίτερα έντονες δείχνουν την δυσκολία της γυναίκας να δεχτεί την μητρότητα.
Κατά το δεύτερο τρίμηνο η πραγματικότητα της εγκυμοσύνης συγκεκριμενοποιείται από την εμφάνιση των κινήσεων του εμβρύου. Οι αλλαγές στο σώμα μπορεί να προκαλούν άγχος και το παιδί να θεωρηθεί υπεύθυνο γι’ αυτές.
Στο τρίτο τρίμηνο το παιδί γίνεται βιώσιμο και οι ονειροπολήσεις της ημέρας και της νύχτας αναφέρονται σε αυτό. Εκφράζονται φόβοι για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού και φόβοι σχετικά με τον τοκετό.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι εκδηλώσεις άγχους μπορούν να θεωρηθούν φυσιολογικές. Η ένταση όμως του άγχους και η συνεχής ενασχόληση με φόβους για το παιδί που θα γεννηθεί, διαταράσσουν την συναισθηματική σχέση της μητέρας με το μωρό της.
Η εγκυμοσύνη και ο τοκετός δεν πρέπει να είναι ένα διάστημα κατά το οποίο η μέλλουσα μητέρα αισθάνεται ότι έχει να αντιμετωπίσει τα πάντα μόνη της. Η πολυτιμότερη βοήθεια είναι εκείνη του συντρόφου της, ο οποίος πρέπει να έχει ενεργή συμμετοχή από τη σύλληψη και μετά. Η απόκτηση του παιδιού είναι μια κοινή εμπειρία. Η συνεχής παρουσία του πατέρα καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού τον κάνει να δένεται με το μωρό το ίδιο άμεσα και ισχυρά όσο και η μητέρα.
Οι ικανότητες του εμβρύου
Τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης οι μελλοντικοί γονείς αναρωτιούνται πώς θα είναι αυτό το παιδί που θα γεννηθεί και πώς οι ίδιοι θα μάθουν να είναι καλοί γονείς. Μια μεγάλη περίοδος προσαρμογής τους περιμένει, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να ανακαλύψουν την προσωπικότητα του παιδιού που θα γεννηθεί. Η αμοιβαία προσαρμογή μπορεί να αρχίσει ήδη από την ενδομήτρια ζωή γιατί το έμβρυο είναι προικισμένο με εκπληκτικές ικανότητες που το κάνουν να συμπεριφέρεται σαν ένα «πρόσωπο».
Το έμβρυο αντιδρά (αυξάνεται ο καρδιακός ρυθμός και οι κινήσεις) όταν ρίξουμε ένα δυνατό φως στα κοιλιακά τοιχώματα της μητέρας. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι το έμβρυο από την 26η εβδομάδα της κύησης αντιλαμβάνεται τους ήχους. Έγιναν πειράματα κατά την διάρκεια των οποίων η μητέρα φορούσε μια κάσκα που την εμπόδιζε να ακούσει η ίδια. Το έμβρυο μπορούσε να ξεχωρίζει τους ήχους διαφορετικής συχνότητας. Όταν επαναλαμβανόταν ο ίδιος ήχος οι απαντήσεις ελαττωνόταν και έπαυαν. Ένας ήχος διαφορετικής συχνότητας προκαλούσε εκ νέου την εμφάνιση αντιδράσεων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης το έμβρυο ακούει τη φωνή της μητέρας του και σ’ ένα μικρότερο βαθμό του πατέρα του. Έτσι στη γέννηση είναι ικανό να ξεχωρίσει τη φωνή της μητέρας του από εκείνη μιας ξένης γυναίκας. Είναι ικανό επίσης να ξεχωρίσει ένα μουσικό κομμάτι, το οποίο άκουγε κατ’ επανάληψη προς το τέλος της ενδομήτριας ζωής. Πολλές γυναίκες που τους άρεσε να ακούν μουσική κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν παρατηρήσει ότι το μωρό ηρεμούσε στο άκουσμα μελωδίας γνωστής από την περίοδο της εγκυμοσύνης.
Η γεύση υπάρχει επίσης από την ενδομήτρια ζωή. Παρατηρήθηκε ότι η ποσότητα του αμνιακού υγρού που καταπίνει το έμβρυο ποικίλει σε σχέση με τη γεύση του υγρού. Αυξάνεται με την τεχνητή προσθήκη μιας σακχαρώδους ουσίας και ελαττώνεται με την προσθήκη μιας ξινής ή πικρής ουσίας. Καταλαβαίνει επίσης τα απτικά ερεθίσματα και οι γονείς μπορούν να μεταδώσουν τα συναισθήματά τους χαϊδεύοντας την κοιλιά της μητέρας.
Κάθε παιδί γεννιέται με μια ιδιοσυγκρασία, με ένα ήδη προσχηματισμένο χαρακτήρα, ο οποίος βέβαια στη συνέχεια θα δεχθεί τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στη δραστηριότητα του εμβρύου και τη συμπεριφορά του παιδιού που θα γεννηθεί. Ο τρόπος με τον οποίο το έμβρυο αντιδρά στα ερεθίσματα έχει σημασία. Άλλα αναπηδούν εύκολα με τον παραμικρό θόρυβο, είναι πιο δραστήρια με έντονες κινήσεις και άλλα περισσότερο παθητικά. Το έμβρυο περνάει από περιόδους ανάπαυσης – ύπνου σε περιόδους έντονης δραστηριότητας. Αυτές οι εναλλαγές έχουν συνήθως μικρή διάρκεια. Ορισμένα ακολουθούν τον ρυθμό της μητέρας τους, ενώ άλλα γίνονται περισσότερο δραστήρια το βράδυ όταν η μητέρα τους αναπαύεται και ακολουθούν το ακριβώς αντίθετο ωράριο. Όταν η μητέρα είναι δραστήρια το έμβρυο ηρεμεί και όταν η μητέρα ηρεμεί η δραστηριότητα του εμβρύου αυξάνεται.
Μπορούμε επίσης από τις κινήσεις του εμβρύου να διαγνώσουμε το άγχος και το stress της μητέρας. Μια υπερβολική δραστηριότητα ή μια πλήρης έλλειψη αντίδρασης στα εξωτερικά ερεθίσματα είναι σημάδια ανησυχητικά που δείχνουν ότι το έμβρυο συμμετέχει στην άσχημη ψυχολογική κατάσταση της μητέρας.
Το παιδί της επιθυμίας των γονέων είναι ένα παιδί φαντασιακό, ιδεατό. Είναι αποτέλεσμα της ονειροπόλησης και έχει σχέση με τους ίδιους τους γονείς και τα δικά τους παιδικά χρόνια. Το παιδί που θα γεννηθεί όμως είναι ένα παιδί που δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτό που έχουν οι γονείς στο μυαλό τους. Χρειάζεται μια προσπάθεια προσαρμογής και κατανόησης που μπορεί να αρχίσει ήδη από την περίοδο της εγκυμοσύνης. Το να αναγνωρισθούν από νωρίς οι ιδιαιτερότητες και ο χαρακτήρας του παιδιού που θα γεννηθεί βοηθάει στη δημιουργία υγιών σχέσεων παιδιών - γονέων.
Η πρώιμη σχέση με το βρέφος
Η προσωπικότητα του βρέφους
Παλιότερα πιστεύαμε ότι το βρέφος είναι ένα παθητικό όν αποκλεισμένο από τον κόσμο λόγω της ανικανότητάς του να αντιληφθεί, και εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις φροντίδες που του παρείχε η μητέρα.
Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι από τη γέννησή τους τα βρέφη έχουν ανεπτυγμένες όλες τις αισθήσεις και αντιδρούν στα ερεθίσματα που προέρχονται από το περιβάλλον τους. Από τις πρώτες μέρες της ζωής του π.χ. το βρέφος μπορεί να αναγνωρίσει τη φωνή της μητέρας του και να στρέψει το κεφάλι του όταν του μιλάει. Μπορεί επίσης να αναγνωρίσει τη μυρωδιά του στήθους της μητέρας του και να το προτιμήσει από το στήθος μιας άλλης γυναίκας.
Πολύ νωρίς αρχίζει να βλέπει και να διαχωρίζει τα αντικείμενα με βάση το σχήμα και το μέγεθός τους. Σε ηλικία 2 – 4 μηνών αρχίζει να εστιάζει το βλέμμα του σε λεπτομέρειες του ανθρώπινου προσώπου και να αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μητέρας του.
Η διαπίστωση αυτών των πρώιμων ικανοτήτων του δίνει μια θέση ενεργού συνομιλητή απέναντι στη μητέρα.
Τα βρέφη εκφράζουν επίσης πολύ καθαρά τα συναισθήματά τους: φωνάζουν, κλαινε, χαμογελούν, διεγείρονται, ησυχάζουν, παρακολουθούν. Προσπαθούν πολύ νωρίς να επικοινωνήσουν με τη μητέρα τους και με εκείνους που τα φροντίζουν. Οι μιμικές του προσώπου και οι πρώιμοι ήχοι έχουν αξία γλώσσας, υπό την προϋπόθεση ότι τα άτομα του περιβάλλοντος είναι ευαισθητοποιημένα και προσεκτικά στις συναισθηματικές εκφράσεις του βρέφους.
Φαίνεται ότι τα βρέφη διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την έκφραση των συναισθημάτων, την ενεργητικότητα και την ευσυγκινησία. Άλλα είναι συνεχώς δραστήρια , με μεγάλη ετοιμότητα να αντιδράσουν στα ερεθίσματα, άλλα είναι περισσότερο παθητικά. Άλλα είναι οξύθυμα και ευερέθιστα, κλαινε με το παραμικρό και δεν παρηγορούνται εύκολα ενώ άλλα είναι ήρεμα και δείχνουν συνεχώς ευχαριστημένα. Ορισμένα τους αρέσει να τα κρατούν αγκαλιά και απολαμβάνουν τη σωματική επαφή ενώ άλλα είναι αδιάφορα ή ενοχλούνται από τα χάδια και τις περιποιήσεις αυτών που τα φροντίζουν.
Υπάρχουν κλίμακες αξιολόγησης που από τις πρώτες μέρες της ζωής μας επιτρέπουν ναδιακρίνουμε την «προσωπικότητα» του βρέφους.
Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα βρέφη σε τρεις τύπους:
α) εύκολα βρέφη: προσαρμόζονται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία σε νέα γεγονότα, έχουν μια ικανότητα να ρυθμίζουν τις βιολογικές λειτουργίες (τρωνε, κοιμούνται σύμφωνα με το πρόγραμμα που τους προτείνεται), είναι συνήθως χαρούμενα και χαμογελαστά,
β) δύσκολα βρέφη: γκρινιάζουν συνεχώς και δεν δείχνουν ποτέ ευχαριστημένα, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να αποκτήσουν σταθερά ωράρια ύπνου και φαγητού,
γ) παθητικά βρέφη: δεν παρουσιάζουν θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις αλλά δείχνουν μεγάλη παθητικότητα, είναι απομονωμένα και δεν φαίνονται να παίρνουν ευχαρίστηση από την επικοινωνία με τους άλλους.
Η πρώιμη σχέση με τη μητέρα
Όπως έχει αλλάξει η εικόνα που είχαμε για το βρέφος, έχουν επίσης μεταβληθεί οι αντιλήψεις για τη μητρική λειτουργία, που δεν θεωρείται πλέον ότι περιορίζεται στην παροχή φροντίδων.
Είναι ευνόητο ότι τα βρέφη με διαφορετική προσωπικότητα απαιτούν από τη μητέρα διαφορετικούς τρόπους μεταχείρισης και προκαλούν διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις. Η μητέρα οφείλει να αντιλαμβάνεται και να προσαρμόζεται στα μηνύματα του βρέφους έτσι ώστε από την αρχή της ζωής να εγκατασταθεί μια ισότιμη αλληλεπιδραστική σχέση.
Στην πρώιμη αυτή φάση οι τρόποι επικοινωνίας είναι εξωλεκτικοί. Τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις, οι αντιθέσεις δεν εκφράζονται με λέξεις. Οι συνθήκες διαλόγου που η μητέρα εγκαθιστά περνούν από το σώμα της π.χ. τη μυϊκή χαλάρωση που το βρέφος αντιλαμβάνεται όταν είναι στην αγκαλιά της, ο τρόπος που το κρατάει για να το θηλάσει ή να το πλύνει, τα αγγίγματα, τα χάδια, τα φιλία.
Από τις πρώτες μέρες της ζωής του βρέφους το βλέμμα αποτελεί τον κύριο τρόπο εγκατάστασης της σχέσης. Πολύ νωρίς η επαφή «βλέμμα με βλέμμα» διαμορφώνει την ποιότητα της σχέσης. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την απεικόνιση μιας «συμβιωτικής σχέσης» (ο ένας πνίγεται στο βλέμμα του άλλου) ή την πλήρη αδιαφορία (ο ένας αγνοεί τον άλλον). Ορισμένες μητέρες αντλούν ικανοποίηση απ’ αυτή τη βλεμματική επαφή, ενώ άλλες δεν μπορούν να νοιώσουν τέτοια συναισθήματα και αντιδρούν με άγχος.
Μια άλλη ένδειξη της λειτουργίας της σχέσης είναι οι ήχοι, κλάματα, κραυγές που εκπέμπει το βρέφος και οι απαντήσεις που προκαλούν τη μητέρα. Συνήθως τα κλάματα του μωρού μεταδίδουν στον ενήλικα το αίσθημα της επείγουσας ανάγκης στην οποία πρέπει να απαντήσει αμέσως. Τα βρέφη παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές στη συχνότητα και τη διάρκεια του κλάματος. Η μητέρα από πολύ νωρίς, μέσα στις 3 – 4 πρώτες ημέρες, είναι ικανή να ξεχωρίσει τη σημασία του κλάματος και να απαντήσει με τον κατάλληλο τρόπο. Πειραματικά έχει διαπιστωθεί ότι το κλάμα της πείνας κατά την περίοδο του θηλασμού προκαλεί μια αύξηση της επιδερμικής θερμοκρασίας στο στήθος της μητέρας.
Αργότερα θα προστεθούν οι λέξεις που μεταφέρουν τα συναισθήματα. Το βρέφος δεν κατανοεί την σύνταξη, ούτε το σημασιολογικό περιεχόμενο των λόγων της μητέρας του. Είναι όμως τα ρυθμικά χαρακτηριστικά της φωνής της που το διεγείρουν, το καθησυχάζουν, του μεταδίδουν τα συναισθήματά της.
Η μητρική σχέση θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αποκλειστικότητα, πρωιμότητα, και σταθερότητα.
Η αποκλειστικότητα είναι σημαντική για την δημιουργία της σχέσης. Οι φροντίδες πρέπει να παρέχονται βασικά από ένα μόνο πρόσωπο. Η πρωιμότητα προϋποθέτει την ουσιαστική παρουσία αυτού του προσώπου από την αρχή της ζωής και η σταθερότητα την καθημερινή στοργική μέριμνα και τη διαρκή εκδήλωση αγάπης και προστασίας.
Η αρχή που διέπει την σχέση αλληλεπίδρασης μητέρας – βρέφους είναι ότι η μητέρα αναγνωρίζει τις ανάγκες του βρέφους και είναι διαθέσιμη να απαντήσει άμεσα. Ταυτόχρονα πρέπει να εκτιμήσει τις ικανότητες του βρέφους, να δεχθεί αυτή την απάντηση και να του επιτρέπει να αποσύρεται από τη σχέση όταν η ικανότητα εγρήγορσής του εξαντλείται.
Ο ρόλος του πατέρα
Ο ρόλος του πατέρα στην πρώιμη φάση της ζωής του παιδιού έχει λιγότερο μελετηθεί από εκείνον της μητέρας. Το πέρασμα στην πατρότητα θεωρείται μια «κρίση» που φέρνει σοβαρές ανακατατάξεις στον ψυχισμό του άντρα και στη σχέση με τη σύντροφό του.
Οι μέλλοντες πατέρες είτε εγκλωβίζονται σε σχήματα προκαθορισμένα από την προσωπική τους ιστορία, από την πατρική τους οικογένεια ή από πολιτισμικές συνθήκες, είτε αντιμετωπίζουν δημιουργικά τη νέα κατάσταση εμπλουτίζοντας την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.
Η ικανότητα του πατέρα να εγκαταστήσει μια πλούσια σχέση με το βρέφος αποτέλεσε θέμα επιστημονικής μελέτης της τελευταίας δεκαετίας. Μέχρι τότε επικρατούσε η άποψη σύμφωνα με την οποία οι πατέρες είχαν ως λειτουργία να βοηθούν τις γυναίκες τους να γίνουν μητέρες.
Τα τελευταία χρόνια κυρίως στις βιομηχανικές χώρες, οι πατέρες συμμετέχουν από νωρίς στη φροντίδα των παιδιών τους. Έρευνες περιγράφουν την υπερηφάνεια και την ευχαρίστηση που έχουν όταν ασχολούνται με τα βρέφη τους. Έχει παρατηρηθεί ότι η σχέση του πατέρα με το βρέφος έχει κυρίως ένα σωματικό χαρακτήρα και είναι πιο διεγερτική για το βρέφος. Οι πατέρες ξεκινούν συχνότερα απ’ ότι οι μητέρες παιγνίδια αγγίγματος και κοιτάγματος και το απολαμβάνουν περισσότερο. Αυτές οι διαφορές παρατηρούνται στο τέλος του πρώτου μήνα και ξαναβρίσκονται ανάμεσα στον 8ο και 24ο μήνα.
Επίσης ο πατέρας παίζει ρόλο στην ανάπτυξη της ικανότητας του βρέφους να ξεκινήσει μια σχέση με άγνωστα πρόσωπα. Αυτή η διαφορά φαίνεται κυρίως στα αγόρια. Ενός έτους είναι περισσότερο κοινωνικά και έχουν μικρότερη φοβία για τους ξένους, όταν ο πατέρας έχει εμπλακεί συστηματικά στην φροντίδα τους. Αντίθετα τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς τον πατέρα τους είναι ανίκανα να ρυθμίσουν τις βίαιες αντιδράσεις τους και είναι περισσότερο επιθετικά προς τους συνομήλικούς τους.
Η συμμετοχή του πατέρα για την υγιή ψυχική ανάπτυξη του παιδιού αποδεικνύεται απαραίτητη. Ο πατέρας δεν αρκεί να αναγνωρισθεί ως φυσικός γεννήτορας αλλά χρειάζεται να ακολουθεί και να παρευρίσκεται δίπλα στο παιδί του από τα πρώτα στάδια της βρεφικής ζωής.
Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο βρέφος και σε εκείνους που το ανατρέφουν καθορίζονται από αλληλεπιδράσεις. Η ποιότητα των αλληλεπιδράσεων εξαρτάται από την ψυχική κατάσταση των γονέων και από την ιδιοσυγκρασία τού βρέφους που με την σειρά του μπορεί να την επηρεάσει άμεσα. Η νέα προσέγγιση των αναπτυξιακών διαδικασιών πού συντελούνται τον πρώτο χρόνο τής ζωής δείχνει πόσο σημαντικές είναι οι πρώιμες σχέσεις για την γένεση τού ανθρώπινου ψυχισμού.
Συνήθη προβλήματα του βρέφους
Τα συχνότερα συναντούμενα προβλήματα της βρεφικής ηλικίας είναι οι διαταραχές του ύπνου και της διατροφής.
Α) Διαταραχές του ύπνου
Οι διαταραχές ύπνου συναντώνται όλο και συχνότερα και αποτελούν την κύρια έκφραση δυσφορίας του βρέφους. Οι διαταραχές αυτές είναι συνήθως καλής πρόγνωσης. Δεν πρέπει εντούτοις να παραγνωρίζονται, κυρίως για τον εκνευρισμό και τα προβλήματα που δημιουργούν στην οικογένεια.
Οι ανάγκες του νεογέννητου σε ύπνο είναι 17 ώρες την ημέρα. Τις πρώτες εβδομάδες οι φάσεις ύπνου/εγρήγορσης έχουν διάρκεια 3 – 4 ωρών και κατά συνέπεια είναι φυσιολογικό το μωρό να ξυπνά στη διάρκεια της νύχτας μέχρι το δεύτερο μήνα. Γύρω στον τέταρτο μήνα αρχίζει να οργανώνεται μια εναλλαγή ημερησίου και νυχτερινού ύπνου που επαφίεται στις συνθήκες ζωής να σταθεροποιηθεί. Στην ηλικία του ενός έτους, το παιδί έχει ανάγκη από 15 ώρες ύπνο και κοιμάται δύο φορές μέσα στην ημέρα.
Από μελέτη 200 φυσιολογικών παιδιών διαπιστώθηκε ότι την πρώτη περίοδο 4 ωρών μη διακοπτόμενου ύπνου την αποκτούν 70% σε ηλικία 3 μηνών, 15% σε ηλικία 6 μηνών και 10% σε ηλικία ενός έτους. Δεν υπάρχει διαφορά φύλου σε σχέση με την ηλικία ομαλοποίησης του ύπνου αλλά τα αγόρια ξυπνούν συχνότερα από τα κορίτσια. Ο αριθμός των νυχτερινών ξυπνημάτων δεν έχει σχέση με την διάρκεια του ημερησίου ύπνου, αν και η διάρκεια του νυχτερινού ύπνου μπορεί να είναι μειωμένη αν το βρέφος κοιμάται πολλές ώρες την ημέρα.
Γενικά είναι παραδεκτό ότι προσπάθειες ομαλοποίησης του ύπνου πρέπει να γίνουν ανάμεσα στον 4ο – 6ο μήνα της ζωής γιατί μετά γίνεται δυσκολότερο.
Η καταγραφή με βίντεο στο σπίτι και σε εργαστήρια ύπνου έδειξε ότι όλα τα βρέφη ξυπνάνε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά τα περισσότερα ξανακοιμούνται χωρίς να ενοχλήσουν τους γονείς τους.
Οι πραγματικές αϋπνίες κάνουν την εμφάνισή τους πολύ πρώιμα, ήδη από τις πρώτες μέρες της ζωής. Οι περίοδοι ύπνου είναι πολύ σύντομες και διακόπτονται από κλάματα που δύσκολα σταματούν, μια κατάσταση που πολύ γρήγορα αλλάζει τη ζωή της οικογένειας. Οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να διακόψουν τον δικό τους ύπνο και να αφιερώσουν πολύ χρόνο προσπαθώντας να κάνουν το παιδί να ξανακοιμηθεί. Το επόμενο πρωί τους βρίσκει κουρασμένους, εκνευρισμένους, με κακή απόδοση στην εργασία τους και με υπερβολικό άγχος.
Η αϋπνία του βρέφους μπορεί να οφείλεται σε ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες ή οργανικά αίτιαπ.χ. βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα παρουσιάζουν συχνότερα διαταραχές ύπνου. Άλλοτε όμως αντανακλά τη δυσκολία της σχέσης με τη μητέρα. Αϋπνίες παρατηρούνται σε περιόδους επιστροφής της μητέρας στην εργασία ή σε κάποιο άλλο αποχωρισμό. Μπορεί επίσης να προέρχονται απόυπερφόρτωση ερεθισμάτων που εμποδίζουν το βρέφος να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Πρόκειται για αγχώδεις μητέρες που μιλάνε συνέχεια στο παιδί, το ξυπνάνε να δουν αν αναπνέει καλά κλ.π.
Από τον δεύτερο χρόνο, η σημασία της αϋπνίας αλλάζει καθώς παρεμβαίνει το άγχος του αποχωρισμού: το «να πάει να κοιμηθεί» σημαίνει για το παιδί να μείνει μόνο του, να αποχωριστεί τη μητέρα του και να μείνει στο σκοτάδι με μόνη συντροφιά τις φαντασιώσεις του. Έτσι, για να αφεθεί στον ύπνο έχει ανάγκη να περιτριγυρίζεται από αγαπημένα αντικείμενα (κουκλάκια, ζωάκια), να βυζαίνει το δάχτυλό του, να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις και τελετουργίες που το απαλλάσσουν από το άγχος.
Στην προσχολική ηλικία παρατηρούνται οι νυχτερινοί τρόμοι και οι εφιάλτες. Στους νυχτερινούς τρόμους το παιδί χωρίς να ξυπνήσει ανασηκώνεται στο κάθισμά του και κοιτάζει έντρομο χωρίς πραγματικά να βλέπει. Το επόμενο πρωί δεν θυμάται να πει τι το είχε τρομάξει. Στους εφιάλτες αντίθετα το παιδί ξυπνάει φοβισμένο και διηγείται ένα άσχημο όνειρο. Οι νυχτερινοί τρόμοι και οι εφιάλτες είναι συχνά φαινόμενα της πρώτης παιδικής ηλικίας και συνήθως βελτιώνονται ή εξαφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου.
Β) Διαταραχές διατροφής
Οι διαταραχές διατροφής αποτελούν πηγή ανησυχίας για τους γονείς και είναι από τις πιο συχνές αιτίες νοσηλείας σε παιδιατρικά τμήματα. Το γεγονός αυτό δεν είναι περίεργο, γιατί ακριβώς η διατροφή είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η σχέση μητέρας παιδιού. Για το ίδιο το βρέφος η διατροφή έχει μια διπλή λειτουργία, από την μια ικανοποιώντας την πείνα και τη δίψα τουκαι από την άλλη, παρέχοντάς του στοματική ευχαρίστηση μέσα από τις κινήσεις των χειλιών, της γλώσσας, του ουρανίσκου και του φάρυγγα, ευχαρίστηση η οποία είναι απαραίτητη για τηφυσιολογική λιβιδινική ανάπτυξη του παιδιού.
Η κυριότερη διαταραχή είναι η ανορεξία. Ορισμένα βρέφη δυσκολεύονται από τις πρώτες μέρες της ζωής τους να θηλάσουν. Οι κινήσεις πιπιλίσματος και κατάποσης συνδυάζονται άσχημα με αποτέλεσμα πολλές φορές το παιδί να φτύνει το γάλα. Αυτά τα βρέφη είναι συνήθως διεγερτικά, με απότομες κινήσεις των μελών και αντανακλούν μια αίσθηση δυσφορίας.
Υπάρχουν επίσης και βρέφη παθητικά, τα οποία εκδηλώνουν αδιαφορία όχι μόνο για τη λήψη τροφής αλλά οτιδήποτε έχει σχέση με την στοματική ευχαρίστηση. Δεν βάζουν το δάχτυλο στο στόμα, δεν αναζητούν την πιπίλα, ούτε το στήθος της μητέρας τους. Είναι σαν να τους λείπει η διάθεση να ευχαριστηθούν και να ζήσουν.
Στις ακραίες περιπτώσεις οι δυσκολίες στη λήψη τροφής μπορεί να οδηγήσουν σε καθυστέρηση της ανάπτυξης. Το ότι ψυχολογικοί λόγοι μπορεί να είναι υπεύθυνοι για τη καθυστέρηση της ανάπτυξης έχει ήδη μελετηθεί και περιγραφεί σαν «σύνδρομο δυστροφίας μη οργανικής αιτιολογίας» σε παιδιά τα οποία ενώ είναι σωματικά υγιή αδυνατούν να πάρουν βάρος.
Μια άλλη μορφή ανορεξίας της βρεφικής ηλικίας είναι η «ανορεξία της αντίθεσης» που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου της ζωής με τη μορφή της άρνησης της τροφής κυρίως της στερεάς. Αυτά τα παιδιά έχουν μια καλή φυσική κατάσταση και μια φυσιολογική ψυχολογική ανάπτυξη. Η άρνηση της τροφής εμφανίζεται σε μια στιγμή που το παιδί αποκτά ένα ορισμένο βαθμό αυτονομίας και προσπαθεί να επιβληθεί στη σχέση με τη μητέρα. Ο αποθηλασμός, η προσθήκη νέων τροφών, η αλλαγή διαιτολογίου ή πίεση για την διατροφή μπορεί να είναι το έναυσμα γι’ αυτή τη συμπεριφορά του παιδιού. Ξεκινάει μια περίοδος έντονων συγκρούσεων και καταστάσεων εκνευρισμού όπου η μητέρα δοκιμάζει τα πάντα για να καταφέρει το παιδί να τελειώσει έστω και ένα γεύμα. Εκείνο αρνείται πεισματικά, σκορπάει το φαγητό του στο πάτωμα και παίρνει κάποιο είδος ικανοποίησης αρνούμενο να υποκύψει στα παρακάλια της μητέρας.
Η απλή αυτή αντιδραστική μορφή ανορεξίας υποχωρεί όταν κατευνάσει το άγχος της μητέρας, παύσει η πίεση και μεταβληθεί η συμπεριφορά της ως προς τη διατροφή.
Εμετοί μπορεί να συνοδεύσουν την ανορεξία και αποτελούν απάντηση στην πίεση που ασκεί η μητέρα την ώρα του φαγητού. Στη συνέχεια εγκαθίστανται και πιθανόν να συνεχίζονται για μήνες ή και για χρόνια ενώ η αρχική ανορεξία έχει ξεχαστεί. Άλλοτε παρουσιάζονται ξαφνικά, για παράδειγμα στη διάρκεια ενός χωρισμού από τη μητέρα, οπότε εκφράζουν την απελπισία του παιδιού και το άγχος του αποχωρισμού. Στην περίπτωση αυτή αντιστοιχούν σε μια τάση αυτοκαταστροφής και το παιδί χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη.
Ο ρόλος του πατέρα στην πρώιμη φάση της ζωής του παιδιού έχει λιγότερο μελετηθεί από εκείνον της μητέρας. Το πέρασμα στην πατρότητα θεωρείται μια «κρίση» που φέρνει σοβαρές ανακατατάξεις στον ψυχισμό του άντρα και στη σχέση με τη σύντροφό του.
Οι μέλλοντες πατέρες είτε εγκλωβίζονται σε σχήματα προκαθορισμένα από την προσωπική τους ιστορία, από την πατρική τους οικογένεια ή από πολιτισμικές συνθήκες, είτε αντιμετωπίζουν δημιουργικά τη νέα κατάσταση εμπλουτίζοντας την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.
Η ικανότητα του πατέρα να εγκαταστήσει μια πλούσια σχέση με το βρέφος αποτέλεσε θέμα επιστημονικής μελέτης της τελευταίας δεκαετίας. Μέχρι τότε επικρατούσε η άποψη σύμφωνα με την οποία οι πατέρες είχαν ως λειτουργία να βοηθούν τις γυναίκες τους να γίνουν μητέρες.
Τα τελευταία χρόνια κυρίως στις βιομηχανικές χώρες, οι πατέρες συμμετέχουν από νωρίς στη φροντίδα των παιδιών τους. Έρευνες περιγράφουν την υπερηφάνεια και την ευχαρίστηση που έχουν όταν ασχολούνται με τα βρέφη τους. Έχει παρατηρηθεί ότι η σχέση του πατέρα με το βρέφος έχει κυρίως ένα σωματικό χαρακτήρα και είναι πιο διεγερτική για το βρέφος. Οι πατέρες ξεκινούν συχνότερα απ’ ότι οι μητέρες παιγνίδια αγγίγματος και κοιτάγματος και το απολαμβάνουν περισσότερο. Αυτές οι διαφορές παρατηρούνται στο τέλος του πρώτου μήνα και ξαναβρίσκονται ανάμεσα στον 8ο και 24ο μήνα.
Επίσης ο πατέρας παίζει ρόλο στην ανάπτυξη της ικανότητας του βρέφους να ξεκινήσει μια σχέση με άγνωστα πρόσωπα. Αυτή η διαφορά φαίνεται κυρίως στα αγόρια. Ενός έτους είναι περισσότερο κοινωνικά και έχουν μικρότερη φοβία για τους ξένους, όταν ο πατέρας έχει εμπλακεί συστηματικά στην φροντίδα τους. Αντίθετα τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς τον πατέρα τους είναι ανίκανα να ρυθμίσουν τις βίαιες αντιδράσεις τους και είναι περισσότερο επιθετικά προς τους συνομήλικούς τους.
Η συμμετοχή του πατέρα για την υγιή ψυχική ανάπτυξη του παιδιού αποδεικνύεται απαραίτητη. Ο πατέρας δεν αρκεί να αναγνωρισθεί ως φυσικός γεννήτορας αλλά χρειάζεται να ακολουθεί και να παρευρίσκεται δίπλα στο παιδί του από τα πρώτα στάδια της βρεφικής ζωής.
Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο βρέφος και σε εκείνους που το ανατρέφουν καθορίζονται από αλληλεπιδράσεις. Η ποιότητα των αλληλεπιδράσεων εξαρτάται από την ψυχική κατάσταση των γονέων και από την ιδιοσυγκρασία τού βρέφους που με την σειρά του μπορεί να την επηρεάσει άμεσα. Η νέα προσέγγιση των αναπτυξιακών διαδικασιών πού συντελούνται τον πρώτο χρόνο τής ζωής δείχνει πόσο σημαντικές είναι οι πρώιμες σχέσεις για την γένεση τού ανθρώπινου ψυχισμού.
Συνήθη προβλήματα του βρέφους
Τα συχνότερα συναντούμενα προβλήματα της βρεφικής ηλικίας είναι οι διαταραχές του ύπνου και της διατροφής.
Α) Διαταραχές του ύπνου
Οι διαταραχές ύπνου συναντώνται όλο και συχνότερα και αποτελούν την κύρια έκφραση δυσφορίας του βρέφους. Οι διαταραχές αυτές είναι συνήθως καλής πρόγνωσης. Δεν πρέπει εντούτοις να παραγνωρίζονται, κυρίως για τον εκνευρισμό και τα προβλήματα που δημιουργούν στην οικογένεια.
Οι ανάγκες του νεογέννητου σε ύπνο είναι 17 ώρες την ημέρα. Τις πρώτες εβδομάδες οι φάσεις ύπνου/εγρήγορσης έχουν διάρκεια 3 – 4 ωρών και κατά συνέπεια είναι φυσιολογικό το μωρό να ξυπνά στη διάρκεια της νύχτας μέχρι το δεύτερο μήνα. Γύρω στον τέταρτο μήνα αρχίζει να οργανώνεται μια εναλλαγή ημερησίου και νυχτερινού ύπνου που επαφίεται στις συνθήκες ζωής να σταθεροποιηθεί. Στην ηλικία του ενός έτους, το παιδί έχει ανάγκη από 15 ώρες ύπνο και κοιμάται δύο φορές μέσα στην ημέρα.
Από μελέτη 200 φυσιολογικών παιδιών διαπιστώθηκε ότι την πρώτη περίοδο 4 ωρών μη διακοπτόμενου ύπνου την αποκτούν 70% σε ηλικία 3 μηνών, 15% σε ηλικία 6 μηνών και 10% σε ηλικία ενός έτους. Δεν υπάρχει διαφορά φύλου σε σχέση με την ηλικία ομαλοποίησης του ύπνου αλλά τα αγόρια ξυπνούν συχνότερα από τα κορίτσια. Ο αριθμός των νυχτερινών ξυπνημάτων δεν έχει σχέση με την διάρκεια του ημερησίου ύπνου, αν και η διάρκεια του νυχτερινού ύπνου μπορεί να είναι μειωμένη αν το βρέφος κοιμάται πολλές ώρες την ημέρα.
Γενικά είναι παραδεκτό ότι προσπάθειες ομαλοποίησης του ύπνου πρέπει να γίνουν ανάμεσα στον 4ο – 6ο μήνα της ζωής γιατί μετά γίνεται δυσκολότερο.
Η καταγραφή με βίντεο στο σπίτι και σε εργαστήρια ύπνου έδειξε ότι όλα τα βρέφη ξυπνάνε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά τα περισσότερα ξανακοιμούνται χωρίς να ενοχλήσουν τους γονείς τους.
Οι πραγματικές αϋπνίες κάνουν την εμφάνισή τους πολύ πρώιμα, ήδη από τις πρώτες μέρες της ζωής. Οι περίοδοι ύπνου είναι πολύ σύντομες και διακόπτονται από κλάματα που δύσκολα σταματούν, μια κατάσταση που πολύ γρήγορα αλλάζει τη ζωή της οικογένειας. Οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να διακόψουν τον δικό τους ύπνο και να αφιερώσουν πολύ χρόνο προσπαθώντας να κάνουν το παιδί να ξανακοιμηθεί. Το επόμενο πρωί τους βρίσκει κουρασμένους, εκνευρισμένους, με κακή απόδοση στην εργασία τους και με υπερβολικό άγχος.
Η αϋπνία του βρέφους μπορεί να οφείλεται σε ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες ή οργανικά αίτιαπ.χ. βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα παρουσιάζουν συχνότερα διαταραχές ύπνου. Άλλοτε όμως αντανακλά τη δυσκολία της σχέσης με τη μητέρα. Αϋπνίες παρατηρούνται σε περιόδους επιστροφής της μητέρας στην εργασία ή σε κάποιο άλλο αποχωρισμό. Μπορεί επίσης να προέρχονται απόυπερφόρτωση ερεθισμάτων που εμποδίζουν το βρέφος να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Πρόκειται για αγχώδεις μητέρες που μιλάνε συνέχεια στο παιδί, το ξυπνάνε να δουν αν αναπνέει καλά κλ.π.
Από τον δεύτερο χρόνο, η σημασία της αϋπνίας αλλάζει καθώς παρεμβαίνει το άγχος του αποχωρισμού: το «να πάει να κοιμηθεί» σημαίνει για το παιδί να μείνει μόνο του, να αποχωριστεί τη μητέρα του και να μείνει στο σκοτάδι με μόνη συντροφιά τις φαντασιώσεις του. Έτσι, για να αφεθεί στον ύπνο έχει ανάγκη να περιτριγυρίζεται από αγαπημένα αντικείμενα (κουκλάκια, ζωάκια), να βυζαίνει το δάχτυλό του, να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις και τελετουργίες που το απαλλάσσουν από το άγχος.
Στην προσχολική ηλικία παρατηρούνται οι νυχτερινοί τρόμοι και οι εφιάλτες. Στους νυχτερινούς τρόμους το παιδί χωρίς να ξυπνήσει ανασηκώνεται στο κάθισμά του και κοιτάζει έντρομο χωρίς πραγματικά να βλέπει. Το επόμενο πρωί δεν θυμάται να πει τι το είχε τρομάξει. Στους εφιάλτες αντίθετα το παιδί ξυπνάει φοβισμένο και διηγείται ένα άσχημο όνειρο. Οι νυχτερινοί τρόμοι και οι εφιάλτες είναι συχνά φαινόμενα της πρώτης παιδικής ηλικίας και συνήθως βελτιώνονται ή εξαφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου.
Β) Διαταραχές διατροφής
Οι διαταραχές διατροφής αποτελούν πηγή ανησυχίας για τους γονείς και είναι από τις πιο συχνές αιτίες νοσηλείας σε παιδιατρικά τμήματα. Το γεγονός αυτό δεν είναι περίεργο, γιατί ακριβώς η διατροφή είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η σχέση μητέρας παιδιού. Για το ίδιο το βρέφος η διατροφή έχει μια διπλή λειτουργία, από την μια ικανοποιώντας την πείνα και τη δίψα τουκαι από την άλλη, παρέχοντάς του στοματική ευχαρίστηση μέσα από τις κινήσεις των χειλιών, της γλώσσας, του ουρανίσκου και του φάρυγγα, ευχαρίστηση η οποία είναι απαραίτητη για τηφυσιολογική λιβιδινική ανάπτυξη του παιδιού.
Η κυριότερη διαταραχή είναι η ανορεξία. Ορισμένα βρέφη δυσκολεύονται από τις πρώτες μέρες της ζωής τους να θηλάσουν. Οι κινήσεις πιπιλίσματος και κατάποσης συνδυάζονται άσχημα με αποτέλεσμα πολλές φορές το παιδί να φτύνει το γάλα. Αυτά τα βρέφη είναι συνήθως διεγερτικά, με απότομες κινήσεις των μελών και αντανακλούν μια αίσθηση δυσφορίας.
Υπάρχουν επίσης και βρέφη παθητικά, τα οποία εκδηλώνουν αδιαφορία όχι μόνο για τη λήψη τροφής αλλά οτιδήποτε έχει σχέση με την στοματική ευχαρίστηση. Δεν βάζουν το δάχτυλο στο στόμα, δεν αναζητούν την πιπίλα, ούτε το στήθος της μητέρας τους. Είναι σαν να τους λείπει η διάθεση να ευχαριστηθούν και να ζήσουν.
Στις ακραίες περιπτώσεις οι δυσκολίες στη λήψη τροφής μπορεί να οδηγήσουν σε καθυστέρηση της ανάπτυξης. Το ότι ψυχολογικοί λόγοι μπορεί να είναι υπεύθυνοι για τη καθυστέρηση της ανάπτυξης έχει ήδη μελετηθεί και περιγραφεί σαν «σύνδρομο δυστροφίας μη οργανικής αιτιολογίας» σε παιδιά τα οποία ενώ είναι σωματικά υγιή αδυνατούν να πάρουν βάρος.
Μια άλλη μορφή ανορεξίας της βρεφικής ηλικίας είναι η «ανορεξία της αντίθεσης» που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου της ζωής με τη μορφή της άρνησης της τροφής κυρίως της στερεάς. Αυτά τα παιδιά έχουν μια καλή φυσική κατάσταση και μια φυσιολογική ψυχολογική ανάπτυξη. Η άρνηση της τροφής εμφανίζεται σε μια στιγμή που το παιδί αποκτά ένα ορισμένο βαθμό αυτονομίας και προσπαθεί να επιβληθεί στη σχέση με τη μητέρα. Ο αποθηλασμός, η προσθήκη νέων τροφών, η αλλαγή διαιτολογίου ή πίεση για την διατροφή μπορεί να είναι το έναυσμα γι’ αυτή τη συμπεριφορά του παιδιού. Ξεκινάει μια περίοδος έντονων συγκρούσεων και καταστάσεων εκνευρισμού όπου η μητέρα δοκιμάζει τα πάντα για να καταφέρει το παιδί να τελειώσει έστω και ένα γεύμα. Εκείνο αρνείται πεισματικά, σκορπάει το φαγητό του στο πάτωμα και παίρνει κάποιο είδος ικανοποίησης αρνούμενο να υποκύψει στα παρακάλια της μητέρας.
Η απλή αυτή αντιδραστική μορφή ανορεξίας υποχωρεί όταν κατευνάσει το άγχος της μητέρας, παύσει η πίεση και μεταβληθεί η συμπεριφορά της ως προς τη διατροφή.
Εμετοί μπορεί να συνοδεύσουν την ανορεξία και αποτελούν απάντηση στην πίεση που ασκεί η μητέρα την ώρα του φαγητού. Στη συνέχεια εγκαθίστανται και πιθανόν να συνεχίζονται για μήνες ή και για χρόνια ενώ η αρχική ανορεξία έχει ξεχαστεί. Άλλοτε παρουσιάζονται ξαφνικά, για παράδειγμα στη διάρκεια ενός χωρισμού από τη μητέρα, οπότε εκφράζουν την απελπισία του παιδιού και το άγχος του αποχωρισμού. Στην περίπτωση αυτή αντιστοιχούν σε μια τάση αυτοκαταστροφής και το παιδί χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη.